3,271,364
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πλᾰνάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, Παθ. και Μέσ. μέλ. <i>-ήσομαι</i> και <i>-ηθήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπλανήθην</i>, παρακ. <i>πεπλάνημαι</i>· ([[πλάνη]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> όπως το [[πλάζω]], κάνω κάποιον να περιπλανηθεί, [[οδηγώ]] κάποιον στην [[περιπλάνηση]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.· [[παρασύρω]] από την [[υπόθεση]] κατά τη [[διάρκεια]] της συζήτησης, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[οδηγώ]] εσφαλμένα, [[παραπλανώ]], [[εξαπατώ]], σε Σοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ., περιπλανιέμαι, περιφέρομαι, [[ξεστρατίζω]], σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· με αιτ. τόπου, [[τριγυρίζω]] [[παντού]], Λατ. oberrare, σε Ευρ.· [[αλλά]] με σύστ. αντ., <i>πολλοὺς ἑλιγμοὺς πλανᾶσθαι</i>, περιφέρομαι [[ολόγυρα]] όπως σε λαβύρινθο, σε Ξεν.· λέγεται για φήμες, [[περιπλανώμαι]] [[μακριά]] από την [[αλήθεια]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> απομακρύνομαι από το [[θέμα]] της συζήτησης, παρεκτρέπομαι, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> με γεν., <i>πλαναθεὶς καιροῦ</i>, έχασε την [[ευκαιρία]], απέτυχε, σε Πίνδ.<br /><b class="num">4.</b> κάνω [[κάτι]] [[χωρίς]] [[τάξη]] και στην [[τύχη]], σε Ηρόδ.· <i>ἐνύπνια τὰἐς ἀνθρώπους πεπλανημένα</i>, έχουν έρθει σ' αυτούς με [[αταξία]], στον ίδ.<br /><b class="num">5.</b> πλανιέμαι [[νοερά]], είμαι [[ονειροπόλος]], στον ίδ., Αισχύλ. | |lsmtext='''πλᾰνάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, Παθ. και Μέσ. μέλ. <i>-ήσομαι</i> και <i>-ηθήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπλανήθην</i>, παρακ. <i>πεπλάνημαι</i>· ([[πλάνη]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> όπως το [[πλάζω]], κάνω κάποιον να περιπλανηθεί, [[οδηγώ]] κάποιον στην [[περιπλάνηση]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.· [[παρασύρω]] από την [[υπόθεση]] κατά τη [[διάρκεια]] της συζήτησης, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[οδηγώ]] εσφαλμένα, [[παραπλανώ]], [[εξαπατώ]], σε Σοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ., περιπλανιέμαι, περιφέρομαι, [[ξεστρατίζω]], σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· με αιτ. τόπου, [[τριγυρίζω]] [[παντού]], Λατ. oberrare, σε Ευρ.· [[αλλά]] με σύστ. αντ., <i>πολλοὺς ἑλιγμοὺς πλανᾶσθαι</i>, περιφέρομαι [[ολόγυρα]] όπως σε λαβύρινθο, σε Ξεν.· λέγεται για φήμες, [[περιπλανώμαι]] [[μακριά]] από την [[αλήθεια]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> απομακρύνομαι από το [[θέμα]] της συζήτησης, παρεκτρέπομαι, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> με γεν., <i>πλαναθεὶς καιροῦ</i>, έχασε την [[ευκαιρία]], απέτυχε, σε Πίνδ.<br /><b class="num">4.</b> κάνω [[κάτι]] [[χωρίς]] [[τάξη]] και στην [[τύχη]], σε Ηρόδ.· <i>ἐνύπνια τὰἐς ἀνθρώπους πεπλανημένα</i>, έχουν έρθει σ' αυτούς με [[αταξία]], στον ίδ.<br /><b class="num">5.</b> πλανιέμαι [[νοερά]], είμαι [[ονειροπόλος]], στον ίδ., Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πλανάω, ep. praes. med. 3 plur. πλανόωνται; Dor. ptc. aor. pass. πλαναθείς act. met acc. doen dwalen, laten zwerven; overdr. misleiden:. ἦ γνώμη πλανᾷ; misleidt mijn inzicht mij? Soph. OC 316; εἰ δὲ καὶ νυνὶ πλανᾷς με als je mij nu in feite voor de gek houdt Men. Peric. 269. intrans. telkens van onderwerp veranderen. Dem. 19.335. med.-pass. rondzwerven:; κατὰ τὴν οἰκίαν π. in huis ronddolen Aristoph. Th. 402; εἰς πόλεις π. van stad naar stad gaan Lys. 12.97; πλανωμένη πρὸς ἄλλοτ ’ ἄλλον πημονὴ προσιζάνει rampspoed waart rond en zet zich nu eens bij de een, dan weer bij de ander neer Aeschl. PV 275; ἐμπόρων ἔπη φιλεῖ πλανᾶσθαι verhalen van reizigers doen graag de ronde Soph. OC 304; πεπλανῆσθαι αὗται μάλιστα ἐώθασι ὄψιες ὀνειράτων, τά τις ἡμέρης φροντίζει vooral die zaken waarmee de mens zich overdag bezighoudt, spoken gewoonlijk als\n droombeelden rond Hdt. 7.16β.2; ook van planeten. Plat. Lg. 822a. afdwalen:. ἀπὸ τοῦ προτεθέντος λόγου πεπλανήμεθα we zijn afgedwaald van het voorgenomen onderwerp Plat. Plt. 263a. onzeker zijn:. π.... τί ἐθέλει τὸ ἔπος εἶπαι onzeker zijn wat dat woord zeggen wil Hdt. 6.37.2. | |||
}} | }} |