Anonymous

κακοδαιμονία: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκοδαιμονία:''' Ιων. -ίη, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[ατυχία]], [[δυστυχία]], σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[κατάληψη]] από δαίμονα, [[μανία]], [[παραφροσύνη]], σε Αριστοφ., Ξεν.
|lsmtext='''κᾰκοδαιμονία:''' Ιων. -ίη, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[ατυχία]], [[δυστυχία]], σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[κατάληψη]] από δαίμονα, [[μανία]], [[παραφροσύνη]], σε Αριστοφ., Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=κακοδαιμονία -ας, ἡ, Ion. κακοδαιμονίη [κακοδαίμων] ongeluk, tegenspoed:. ταῦτα ἔπρηξα... τῇ ἐμεωυτοῦ... κακοδαιμονίῃ ik heb dat gedaan tot mijn eigen ongeluk Hdt. 1.87.3. bezetenheid, dwaasheid:. δείγματα τῆς ἐκείνου γνώμης καὶ κακοδαιμονίας bewijzen van zijn denkvermogen en dwaasheid Dem. 2.20.
}}
}}