κακοδαιμονία
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
English (LSJ)
Ion. κακοδαιμονίη, ἡ,
A unhappiness, misfortune, opp. εὐδαιμονία, Hdt.1.87, Antipho 5.79, X.Mem.1.6.3, Arist.Po.1450a17, Phld.Rh.1.220 S., etc.
II possession by an evil spirit, Ar.Pl.501, X.Mem.2.3.19, D.2.20.
German (Pape)
[Seite 1299] ἡ, 1) das Besessensein von einem bösen Dämon, die Raserei; Ar. Plut. 501; οὐκ ἂν πολλὴ ἀμαθία εἴη καὶ κακοδαιμονία τοῖς ἐπ' ὠφελείᾳ πεποιημένοις ἐπὶ βλάβῃ χρῆσθαι Xen. Mem. 2, 3, 19; vgl. Dem. 2, 20. – 2) das Unglücklichsein, das Unglück; Gegensatz εὐδαιμονία Antiph. 5, 79; Xen. Mem. 1, 6, 3 u. Sp., wie Plut. adv. Stoic. 19.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 propr. possession par un mauvais esprit ; démence;
2 malheur, infortune.
Étymologie: κακοδαίμων.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακοδαιμονία -ας, ἡ, Ion. κακοδαιμονίη [κακοδαίμων] ongeluk, tegenspoed:. ταῦτα ἔπρηξα... τῇ ἐμεωυτοῦ... κακοδαιμονίῃ ik heb dat gedaan tot mijn eigen ongeluk Hdt. 1.87.3. bezetenheid, dwaasheid:. δείγματα τῆς ἐκείνου γνώμης καὶ κακοδαιμονίας bewijzen van zijn denkvermogen en dwaasheid Dem. 2.20.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκοδαιμονία: ион. κᾰκο-δαιμονίη ἡ
1 одержимость злой силой, безумие Xen., Arph., Dem.;
2 несчастье, злополучие Xen., Arst., Diog. L.: ταῦτα ἔπρηξα τῇ σῇ μὲν εὐδαιμονίη, τῇ ἐμεωυτοῦ δὲ κακοδαιμονίῃ Her. я сделал это тебе на счастье, себе же на горе.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκοδαιμονία: Ἰων. -ίη, ἡ ἀτυχία, δυστυχία, ἀντίθετον τῷ εὐδαιμονία, Ἡρόδ. 1. 87, Ἀντιφῶν Ι 38. 35, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 3, κτλ. ΙΙ. τὸ κατέχεσθαι ὑπὸ κακοῦ δαίμονος, μανία, Ἀριστοφ. Πλ. 501, Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 19, Δημ. 23. 26.
Greek Monolingual
η κακοδαίμων
(AM κακοδαιμονία, Α και ιων. τ. κακοδαιμονίη)
δυστυχία, ατυχία, αθλιότητα, κακοτυχία
αρχ.
το να κατέχεται κάποιος από κακό δαίμονα, η μανία.
Greek Monotonic
κᾰκοδαιμονία: Ιων. -ίη, ἡ,
I. ατυχία, δυστυχία, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.
II. κατάληψη από δαίμονα, μανία, παραφροσύνη, σε Αριστοφ., Ξεν.
Middle Liddell
κᾰκοδαιμονία, ἡ,
I. unhappiness, misfortune, Hdt., Xen., etc.
II. possession by a demon, raving madness, Ar., Xen. [from κᾰκοδαίμων]