Anonymous

σύμπτωμα: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σύμπτωμα:''' -ατος, τό ([[συμπίπτω]]), τυχαίο [[συμβάν]], [[περίσταση]], [[συγκυρία]], σε Αριστ.· με αρνητική [[σημασία]], κακή [[συγκυρία]], [[ατύχημα]], [[δυστύχημα]], σε Θουκ.
|lsmtext='''σύμπτωμα:''' -ατος, τό ([[συμπίπτω]]), τυχαίο [[συμβάν]], [[περίσταση]], [[συγκυρία]], σε Αριστ.· με αρνητική [[σημασία]], κακή [[συγκυρία]], [[ατύχημα]], [[δυστύχημα]], σε Θουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=σύμ-πτωμα -ατος, τό Att. ook ξύμπτωμα [συμ- πίπτω] toevallige gebeurtenis: voorval, toeval:; ἀπὸ συμπτώματος bij toeval Aristot. Pol. 1274a12; ongunstig ongelukkig voorval, ongeval, netelige positie:; γιγνόμενοι ἐν τῷ αὐτῷ ξυμπτώματι in dezelfde benarde situatie terechtkomend Thuc. 4.36.3; geneesk. instorting, ineenstorting.
}}
}}