3,274,216
edits
(2) |
(1) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνατίθημι:''' μέλ. -[[θήσω]],<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> [[επιθέτω]], [[επιρρίπτω]], [[αποδίδω]] (ως [[βάρος]], [[ευθύνη]]), σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[αναφέρω]], [[αποδίδω]] ένα [[πράγμα]] σε κάποιον, σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>οὐ γὰρ ἄν οἱ [[πυραμίδα]] ἀνέθεσαν ποιήσασθαι</i>, δεν θα του είχαν αποδώσει την [[ανέγερση]] της πυραμίδας, στον ίδ.· <i>ἐμοὶ ἀναθήσετε</i>, θα μου αποδώσει τα εύσημα γι' αυτό, σε Θουκ.· επίσης, <i>ἀν. τινί [[πράγμα]]</i>τα εναπόθεσε πάνω του, του τα εμπιστεύθηκε, σε Αριστοφ., Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[ανεγείρω]] ως [[ανάθημα]], [[αφιερώνω]], <i>τί τινι</i>, σε Ησίοδ., Ηρόδ. κ.λπ.· απ' όπου το [[αφιέρωμα]] ήταν το [[ἀνάθημα]] — απαρ. Παθ. αορ. αʹ <i>ἀνατεθῆναι</i>, σε Αριστοφ.· [[αλλά]] το [[ἀνάκειμαι]] είναι περισσότερο συχνό όπως το Παθ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., το [[αποδίδω]] μέσω αυτής, <i>ἀν. τι λύρᾳ</i>, [[αποθέτω]] ένα [[τραγούδι]] στη [[λύρα]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">3.</b> [[μεταφέρω]] και [[εγκαταλείπω]] σ' ένα [[μέρος]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">III.</b> [[αφαιρώ]], [[αναβάλλω]], προσθεῖσα [[κἀναθεῖσα]] τοῦ γε κατθανεῖν, προσθέτοντας ή αναβάλλοντας [[κάτι]] από την [[αναγκαιότητα]] του θανάτου, σε Σοφ. <b>Β. I. 1.</b> Μέσ., [[ανεβάζω]] πάνω σε [[κάτι]] για κάποιον, τὰ [[σκεύη]] ἐπὶ τὰ ὑποζύγια, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[μεταδίδω]], [[πληροφορώ]], [[παρέχω]] [[κάτι]] σε κάποιον, <i>τί τινι</i>, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> [[τοποθετώ]] διαφορετικά, [[μεταθέτω]], σε Χρησμ. [[παρά]] Ηροδ., σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[αποσύρω]], [[μεταβάλλω]] τη [[γνώμη]] μου, σε Ξεν. | |lsmtext='''ἀνατίθημι:''' μέλ. -[[θήσω]],<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> [[επιθέτω]], [[επιρρίπτω]], [[αποδίδω]] (ως [[βάρος]], [[ευθύνη]]), σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[αναφέρω]], [[αποδίδω]] ένα [[πράγμα]] σε κάποιον, σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>οὐ γὰρ ἄν οἱ [[πυραμίδα]] ἀνέθεσαν ποιήσασθαι</i>, δεν θα του είχαν αποδώσει την [[ανέγερση]] της πυραμίδας, στον ίδ.· <i>ἐμοὶ ἀναθήσετε</i>, θα μου αποδώσει τα εύσημα γι' αυτό, σε Θουκ.· επίσης, <i>ἀν. τινί [[πράγμα]]</i>τα εναπόθεσε πάνω του, του τα εμπιστεύθηκε, σε Αριστοφ., Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[ανεγείρω]] ως [[ανάθημα]], [[αφιερώνω]], <i>τί τινι</i>, σε Ησίοδ., Ηρόδ. κ.λπ.· απ' όπου το [[αφιέρωμα]] ήταν το [[ἀνάθημα]] — απαρ. Παθ. αορ. αʹ <i>ἀνατεθῆναι</i>, σε Αριστοφ.· [[αλλά]] το [[ἀνάκειμαι]] είναι περισσότερο συχνό όπως το Παθ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., το [[αποδίδω]] μέσω αυτής, <i>ἀν. τι λύρᾳ</i>, [[αποθέτω]] ένα [[τραγούδι]] στη [[λύρα]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">3.</b> [[μεταφέρω]] και [[εγκαταλείπω]] σ' ένα [[μέρος]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">III.</b> [[αφαιρώ]], [[αναβάλλω]], προσθεῖσα [[κἀναθεῖσα]] τοῦ γε κατθανεῖν, προσθέτοντας ή αναβάλλοντας [[κάτι]] από την [[αναγκαιότητα]] του θανάτου, σε Σοφ. <b>Β. I. 1.</b> Μέσ., [[ανεβάζω]] πάνω σε [[κάτι]] για κάποιον, τὰ [[σκεύη]] ἐπὶ τὰ ὑποζύγια, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[μεταδίδω]], [[πληροφορώ]], [[παρέχω]] [[κάτι]] σε κάποιον, <i>τί τινι</i>, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> [[τοποθετώ]] διαφορετικά, [[μεταθέτω]], σε Χρησμ. [[παρά]] Ηροδ., σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[αποσύρω]], [[μεταβάλλω]] τη [[γνώμη]] μου, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνατίθημι:''' <b class="num">1)</b> класть поверх, накладывать, нагружать, взваливать ([[ἄχθος]] Arph.; [[σκεύη]] Xen.; med. ἐπὶ τὰ ὑποζύγια Xen.): τοῖς ὤμοις ἀναθέσθαι τινά Plut. взвалить кого-л. себе на спину;<br /><b class="num">2)</b> возлагать, вменять (в обязанность) (τί τινι Her.; τὴν αἰτίαν τινός τινι Isocr. или ἐπί τινα Polyb.): τινὶ ποιήσασθαί τι ἀ. Her. приписывать кому-л. создание чего-л.; ἐλεγχείην ἀ. τινι Hom. бросать кому-л. укор;<br /><b class="num">3)</b> возлагать, поручать (τινί τι Thuc., Arph. - med. Polyb., Plut.);<br /><b class="num">4)</b> помещать, подвешивать (τινὰ ἐπὶ κρημνόν Arph.): τὰς ἀκοάς τινι ἀ. Polyb. внимательно слушать что-л.;<br /><b class="num">5)</b> распинать (τινὰ ζῶντα Polyb.);<br /><b class="num">6)</b> культ. приносить в дар, жертвовать, посвящать (τρίποδα Μούσαις Hes.; ἐς Δελφούς Her. и ἐν Δελφοῖς Arst.; τι εἰς τὸ [[ἱερόν]] Plat.; τὰς ἀσπίδας τοῖς θεοῖς Plut.): ἀναθεῖναι βωμόν Polyb. воздвигнуть жертвенник;<br /><b class="num">7)</b> откладывать, отсрочивать ([[τοῦτο]] [[οὐδαμῶς]] [[ἀναθετέον]] Plat.): ἀ. τοῦ κατθανεῖν Soph. отдалять день смерти;<br /><b class="num">8)</b> med. сообщать (τὴν πρᾶξίν τισι Plut.; εἰς τὴν σύγκλητον περί τινος Polyb.);<br /><b class="num">9)</b> med. (о прежде сказанном) брать назад, отказываться, отменять (τι Xen., Plat.; τὰ κατηγορημένα Luc.). | |||
}} | }} |