Anonymous

ὁμαρτέω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁμαρτέω:''' παρατ. <i>ὡμάρτουν</i>, Επικ. γʹ δυϊκ. [[ὁμαρτήτην]] και [[ὁμαρτήδην]]· μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. <i>ὡμάρτησα</i>, Επικ. γʹ ενικ. ευκτ. <i>ὁμαρτήσειεν</i>· ([[ὁμός]], [[ἀρτάω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[συναντώ]],<br /><b class="num">1.</b> με εχθρική [[σημασία]], συμπλέκομαι σε [[μάχη]], τὼ δ' ἄρ' [[ὁμαρτήδην]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[συμπορεύομαι]], [[συνοδεύω]], <i>βῆσαν ὁμαρτήσαντες</i>, πορεύτηκαν, περπάτησαν μαζί, σε Ομήρ. Οδ.· [[οὐδέ]] κεν [[ἴρηξ]] [[κίρκος]] ὁμαρτήσειε, δεν μπορούσε να συμπλεύσει με το [[καράβι]], στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> με δοτ., [[περπατώ]] στο πλάι, [[συντροφεύω]], [[ακολουθώ]], <i>τινί</i>, σε Ησίοδ., Τραγ.· επίσης, [[παρακολουθώ]], [[καταδιώκω]], [[κυνηγώ]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για πράγματα, [[ακολουθώ]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> στη Μέσ. με αιτ., [[καταδιώκω]] ή επιτίθεμαι από κοινού, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ὁμαρτέω:''' παρατ. <i>ὡμάρτουν</i>, Επικ. γʹ δυϊκ. [[ὁμαρτήτην]] και [[ὁμαρτήδην]]· μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. <i>ὡμάρτησα</i>, Επικ. γʹ ενικ. ευκτ. <i>ὁμαρτήσειεν</i>· ([[ὁμός]], [[ἀρτάω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[συναντώ]],<br /><b class="num">1.</b> με εχθρική [[σημασία]], συμπλέκομαι σε [[μάχη]], τὼ δ' ἄρ' [[ὁμαρτήδην]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[συμπορεύομαι]], [[συνοδεύω]], <i>βῆσαν ὁμαρτήσαντες</i>, πορεύτηκαν, περπάτησαν μαζί, σε Ομήρ. Οδ.· [[οὐδέ]] κεν [[ἴρηξ]] [[κίρκος]] ὁμαρτήσειε, δεν μπορούσε να συμπλεύσει με το [[καράβι]], στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> με δοτ., [[περπατώ]] στο πλάι, [[συντροφεύω]], [[ακολουθώ]], <i>τινί</i>, σε Ησίοδ., Τραγ.· επίσης, [[παρακολουθώ]], [[καταδιώκω]], [[κυνηγώ]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για πράγματα, [[ακολουθώ]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> στη Μέσ. με αιτ., [[καταδιώκω]] ή επιτίθεμαι από κοινού, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμαρτέω:''' <b class="num">1)</b> идти или ехать вместе, сопровождать (ἐν νηῒ ἢ [[πεζός]], med. τινα Hom.): βῆσαν ὁμαρτήσαντες Hom. они отправились вместе; [[οὐδέ]] κεν [[ἴρηξ]] ὁμαρτήσειε Hom. даже ястреб не угнался бы;<br /><b class="num">2)</b> следовать, сопутствовать (τινι Hes., Trag. и [[σύν]] τινι Soph.);<br /><b class="num">3)</b> преследовать, гоняться Aesch.;<br /><b class="num">4)</b> идти друг на друга, сходиться для боя, схватываться (τὼ δ᾽ ἄρ᾽ [[ὁμαρτήτην]] Hom.).
}}
}}