Anonymous

κάματος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κάμᾰτος:''' ὁ ([[κάμνω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μόχθος]], [[κόπος]], εξαντλητική [[εργασία]], σε Ομήρ. Οδ., Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> συνέπειες μόχθου, [[εξάντληση]], [[κούραση]], [[κόπωση]], σε Όμηρ.· ὕπνῳ καὶ καμάτῳ [[ἀρημένος]], (ομοίως και στον Οράτ., [[ludo]] fatigatum [[que]] somno), σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> εκείνο που κερδίζεται με μόχθο, [[ἡμέτερος]] [[κάματος]], αυτά που αποκτήθηκαν με τους δικούς μας κόπους, στο ίδ.· [[ἀλλότριος]] [[κάματος]], κέρδη από το μόχθο άλλων, σε Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> το [[αποτέλεσμα]] του κόπου, [[έργο]], [[εργασία]], δουλειά, [[πράγμα]] κατασκευασμένο μέσω τόρνου, σε Ανθ.
|lsmtext='''κάμᾰτος:''' ὁ ([[κάμνω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μόχθος]], [[κόπος]], εξαντλητική [[εργασία]], σε Ομήρ. Οδ., Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> συνέπειες μόχθου, [[εξάντληση]], [[κούραση]], [[κόπωση]], σε Όμηρ.· ὕπνῳ καὶ καμάτῳ [[ἀρημένος]], (ομοίως και στον Οράτ., [[ludo]] fatigatum [[que]] somno), σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> εκείνο που κερδίζεται με μόχθο, [[ἡμέτερος]] [[κάματος]], αυτά που αποκτήθηκαν με τους δικούς μας κόπους, στο ίδ.· [[ἀλλότριος]] [[κάματος]], κέρδη από το μόχθο άλλων, σε Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> το [[αποτέλεσμα]] του κόπου, [[έργο]], [[εργασία]], δουλειά, [[πράγμα]] κατασκευασμένο μέσω τόρνου, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''κάμᾰτος:''' (κᾰ) ὁ<br /><b class="num">1)</b> тяжелый труд, тж. напряжение, усилие (ἐπιπόνου ζῴου Arst.): [[ἄτερ]] καμάτοιο Hom. без труда, легко;<br /><b class="num">2)</b> усталость, утомленность: αἴθρῳ καὶ καμάτῳ δεδμημένος Hom. обессиленный холодом и усталостью;<br /><b class="num">3)</b> мука, мучение, страдание: ἀνέχειν καμάτων τόκοισιν Soph. терпеть родовые муки;<br /><b class="num">4)</b> плод тяжелого труда: [[ἡμέτερος]] κ. Hom. нажитое нашими трудами достояние;<br /><b class="num">5)</b> изделие (τόρνου Aesch.; σκυτοτόμων Anth.).
}}
}}