Anonymous

ἀσφαλίζω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(6)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἀσφαλίζω]] και -ομαι) [[ασφαλής]]<br /><b>1.</b> [[προφυλάσσω]] [[κάτι]] ή κάποιον από ενδεχόμενο κίνδυνο<br /><b>2.</b> (για [[πόλη]], [[κάστρο]] <b>κ.λπ.</b>) [[κάνω]] ασφαλές, [[οχυρώνω]]<br /><b>3.</b> [[εξασφαλίζω]], [[παρέχω]] [[βεβαιότητα]], [[κατοχυρώνω]]<br /><b>4.</b> [[κλείνω]] καλά, [[κλειδώνω]]<br />1| <b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[δεσμεύω]]<br /><b>2.</b> [[επιβάλλω]] περιορισμό, [[φυλακίζω]]<br /><b>3.</b> (-ίζω και -ίζομαι) εξασφαλίζομαι<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συνάπτω]] [[σύμβαση]] με [[εγγύηση]] για [[αποζημίωση]] σε [[περίπτωση]] θανάτου, ατυχήματος, αδυναμίας [[προς]] [[εργασία]] (προσώπων), απώλειας ή καταστροφής (περιουσιακών στοιχείων)<br /><b>2.</b> (για όπλο) [[κατεβάζω]] τη [[σφύρα]] στην [[εγκοπή]] της ασφάλειας του όπλου<br /><b>μσν.</b><br />[[βεβαιώνω]]<br />| <b>αρχ.</b> [[επιτηρώ]], [[φρουρώ]].
|mltxt=(AM [[ἀσφαλίζω]] και -ομαι) [[ασφαλής]]<br /><b>1.</b> [[προφυλάσσω]] [[κάτι]] ή κάποιον από ενδεχόμενο κίνδυνο<br /><b>2.</b> (για [[πόλη]], [[κάστρο]] <b>κ.λπ.</b>) [[κάνω]] ασφαλές, [[οχυρώνω]]<br /><b>3.</b> [[εξασφαλίζω]], [[παρέχω]] [[βεβαιότητα]], [[κατοχυρώνω]]<br /><b>4.</b> [[κλείνω]] καλά, [[κλειδώνω]]<br />1| <b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[δεσμεύω]]<br /><b>2.</b> [[επιβάλλω]] περιορισμό, [[φυλακίζω]]<br /><b>3.</b> (-ίζω και -ίζομαι) εξασφαλίζομαι<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συνάπτω]] [[σύμβαση]] με [[εγγύηση]] για [[αποζημίωση]] σε [[περίπτωση]] θανάτου, ατυχήματος, αδυναμίας [[προς]] [[εργασία]] (προσώπων), απώλειας ή καταστροφής (περιουσιακών στοιχείων)<br /><b>2.</b> (για όπλο) [[κατεβάζω]] τη [[σφύρα]] στην [[εγκοπή]] της ασφάλειας του όπλου<br /><b>μσν.</b><br />[[βεβαιώνω]]<br />| <b>αρχ.</b> [[επιτηρώ]], [[φρουρώ]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσφᾰλίζω:''' <b class="num">1)</b> тж. med. обеспечивать, укреплять (ἄκραν τείχεσι и ἡ [[πόλις]] τάφρῳ ἠσφαλισμένη Polyb.): ἀσφαλίζεσθαί τινι τὴν ἐπιφορὰν τῶν βελῶν Polyb. предохранять себя чем-л. от метательных снарядов;<br /><b class="num">2)</b> med. сковывать, забивать (πόδας εἰς τὸ [[ξύλον]] NT).
}}
}}