Anonymous

προκαλύπτω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προκᾰλύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[κρεμώ]] [[μπροστά]] ως [[κάλυμμα]] — Μέσ., [[βάζω]] πάνω μου ως [[κάλυμμα]] ή [[μανδύα]], σε Ευρ.· <i>οὐ προκαλυπτομένα παρηΐδος</i>, δεν τοποθετεί [[κάλυμμα]] [[μπροστά]] στο πρόσωπό της, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[καλύπτω]] [[ολόγυρα]], [[ἥλιος]] νεφέλην προκαλύπτει, σε Ξεν. — Μέσ., <i>προὐκαλύψατο ὄμματα</i>, έκρυψε με πέπλο τα μάτια της, σε Ευρ.
|lsmtext='''προκᾰλύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[κρεμώ]] [[μπροστά]] ως [[κάλυμμα]] — Μέσ., [[βάζω]] πάνω μου ως [[κάλυμμα]] ή [[μανδύα]], σε Ευρ.· <i>οὐ προκαλυπτομένα παρηΐδος</i>, δεν τοποθετεί [[κάλυμμα]] [[μπροστά]] στο πρόσωπό της, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[καλύπτω]] [[ολόγυρα]], [[ἥλιος]] νεφέλην προκαλύπτει, σε Ξεν. — Μέσ., <i>προὐκαλύψατο ὄμματα</i>, έκρυψε με πέπλο τα μάτια της, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''προκαλύπτω:''' покрывать, закрывать (ἥλιον [[νεφέλη]] προκαλύψασα Xen.): π. πέπλων ὑφάς Eur. закрывать (упавшего друга) тканью своей одежды; προὐκαλύψατ᾽ ὄμματα Eur. она закрыла себе глаза (покрывалом); προκεκαλυμμένος τι Plat. закрытый чем-л.
}}
}}