προκαλύπτω

From LSJ

ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάριςevery inch of his stature is grace, from top to toe he's a complete charmer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκᾰλύπτω Medium diacritics: προκαλύπτω Low diacritics: προκαλύπτω Capitals: ΠΡΟΚΑΛΥΠΤΩ
Transliteration A: prokalýptō Transliteration B: prokalyptō Transliteration C: prokalypto Beta Code: prokalu/ptw

English (LSJ)

A hang before or put over as a covering, παραπετάσματα Aen.Tact.32.9:—Med., put over oneself as a screen or cloak, πέπλων… προὐκαλύπτετ' εὐπήνους ὑφάς (nisi leg. προὐκάλυπτεν) E.IT 312; οὐ προκαλυπτομένα [τι] παρηΐδος putting no veil over one's face, Id.Ph.1485 (lyr.): metaph., π. ποίησιν Pl.Prt. 316d; π. δόξαν μετριότητος Chio Ep.15.1:—pf. Med., πρὸ τῆς ψυχῆς… ὅλον τὸ σῶμα προκεκαλυμμένοι having it put as a screen, Pl.Grg. 523d.
II cover over, ἥλιον νεφέλη π. X.An.3.4.8 (ἥλιος νεφέλην π. codd.):—Med., προὐκαλύψατ' ὄμματα veiled her eyes, E.Med.1147:—Pass., to be covered, X.Cyr.5.4.45.

German (Pape)

[Seite 727] vorhängen, davorhalten, um Etwas zu bedecken, zu beschützen, sich zu verhüllen, πέπλων προὐκάλυπτεν ὑφαῖς, Eur. I. T. 312, Phoen. 1493; πρὸ τῆς ψυχῆς τῆς αὑτῶν ὀφθαλμους καὶ ὦτα καὶ ὅλον τὸ σῶμα προκεκαλυμμένοι, Plat. Gorg. 523 d; ἥλιον νεφέλη προκαλύψασα ήφάνισε, Xen. An. 3, 4, 8, Sp. – Med. sich umhüllen, bes. zum Deckmantel nehmen, πρόσχημα ποιεῖσθαι καὶ προκαλύπτεσθαι τὴν ποίησιν, Plat. Prot. 316 d; δόξαν μετριότητος, sich hinter der Miene der Mäßigung verstecken, Chion. epist. 15.

French (Bailly abrégé)

impf. προεκάλυπτον, f. προκαλύψω, etc.
1 tendre devant pour cacher : πέπλων ὑφάς EUR tendre son manteau pour protéger (son ami);
2 cacher en s'interposant : ἥλιον XÉN cacher le soleil;
Moy. προκαλύπτομαι cacher sur soi ou pour soi : ὄμματα EUR se cacher les yeux.
Étymologie: πρό, καλύπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-καλύπτω voor... houden, ervoor houden, met acc.:; πέπλων τε προυκάλυπτεν εὐπήνους ὑφάς zij hield het fraaie weefsel van haar kleed voor hem Eur. IT 312; meestal med. voor zich houden: ptc. perf. med.-pass..; πρὸ τῆς ψυχῆς τῆς αὑτῶν... ὅλον τὸ σῶμα προκεκαλυμμένοι voor hun ziel hadden ze hun hele lichaam als een scherm opgetrokken Plat. Grg. 523d; overdr.. προκαλύπτεσθαι... ποίησιν poëzie als dekmantel gebruiken Plat. Prot. 316d. bedekken:; ἥλιον νεφέλη προκαλύψασα een wolk die voor de zon schoof Xen. An. 3.4.8; meestal med.. προυκαλύψατ’ ὄμματα zij bedekte haar ogen Eur. Med. 1147; οὐ προκαλυπτομένα... ἁβρὰ παρηίδος haar zachte wang niet bedekkend (met een sluier) Eur. Phoen. 1485.

Russian (Dvoretsky)

προκαλύπτω: покрывать, закрывать (ἥλιον νεφέλη προκαλύψασα Xen.): π. πέπλων ὑφάς Eur. закрывать (упавшего друга) тканью своей одежды; προὐκαλύψατ᾽ ὄμματα Eur. она закрыла себе глаза (покрывалом); προκεκαλυμμένος τι Plat. закрытый чем-л.

Greek Monolingual

ΝΑ καλύπτω
κρεμώ κάτι μπροστά από κάτι άλλο ως κάλυμμα
νεοελλ.
1. προφυλάγω κάτι αποκρύβοντάς το
2. στρ. προφυλάσσω, υπερασπίζω κάτι με προκάλυψη
αρχ.
1. μέσ. προκαλύπτομαι
α) βάζω επάνω μου κάτι ως κάλυμμα («πέπλων... προυκαλύπτετ' εὐπήνους ὑφάς», Ευρ.)
β) έχω κάτι ως προκάλυμμα (α. «πρὸ τῆς ψυχῆς τῆς αὑτῶν ὀφθαλμοὺς καὶ ὦτα καὶ ὅλον τὸ σῶμα προκεκαλυμμένοι», Πλάτ.
β. «προυκαλύψατ' ὄμματα» — κάλυψε τους οφθαλμούς της, Ευρ.)
γ) καλύπτω, σκεπάζω και αποκρύβω τη θέα («ἥλιον δὲ νεφέλη προκαλύψασα ἠφάνισε μέχρι ἐξέλιπον οἱ ἄνθρωποι», Ξενοφ.)
δ) μτφ. χρησιμοποιώ κάτι ως πρόσχημα, προφασίζομαι
2. παθ. καλύπτομαι, σκεπάζομαι.

Greek Monotonic

προκᾰλύπτω: μέλ. -ψω,
I. κρεμώ μπροστά ως κάλυμμα — Μέσ., βάζω πάνω μου ως κάλυμμα ή μανδύα, σε Ευρ.· οὐ προκαλυπτομένα παρηΐδος, δεν τοποθετεί κάλυμμα μπροστά στο πρόσωπό της, στον ίδ.
II. καλύπτω ολόγυρα, ἥλιος νεφέλην προκαλύπτει, σε Ξεν. — Μέσ., προὐκαλύψατο ὄμματα, έκρυψε με πέπλο τα μάτια της, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

προκᾰλύπτω: μέλλ. -ψω, κρεμῶ ἔμπροσθέν τινος ἢ θέτω ὡς κάλυμμα, παραπέτασμα Αἰν. Τακτ. 32. ― Μέσ., βάλλω ἐπάνω μου ὡς κάλυμμα, πέπλων... προὐκαλύπτετ’ εὐπήνους ὑφὰς (κοινῶς προὐκάλυπτεν) Εὐρ. Ι. Τ. 312, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 316D· οὐ προκαλυπτομένα [τι] παρηΐδος, μὴ θέτουσα κάλυμμά τι ἔμπροσθεν τοῦ προσώπου, Εὐρ. Φοίν. 1485· π. δόξαν μετριότητος Χίωνος Ἐπιστ. 15. ― Παθ., πρὸ τῆς ψυχῆς... ὅλον τὸ σῶμα προκεκαλυμμένοι, ἔχοντες αὐτὸ ὡς προκάλυμμα, Πλάτ. Γοργ. 523D. ΙΙ. καλύπτω, περικαλύπτω, ἥλιον νεφέλη πρ. Ξεν. Ἀν. 3. 4, 8, Schneid. ― Μέσ., προὐκαλύψατ’ ὄμματα, ἐκαλύψατε τοὺς ὀφθαλμούς της, Εὐρ. Μήδ. 1147. ― Παθ., καλύπτομαι, σκεπάζομαι, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 45.

Middle Liddell

fut. ψω
I. to hang before as a covering:— Mid. to put over oneself as a screen or cloak, Eur.; οὐ παρακαλυπτομένα παρηίδος putting no veil over one's face, Eur.
II. to cover over, ἥλιον νεφέλη πρ. Xen.: —Mid., προὐκαλύψατο ὄμματα veiled her eyes, Eur.