Anonymous

ἐξορκόω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξορκόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[ορκίζω]] κάποιον, [[επιβάλλω]] σε κάποιον να δώσει όρκο, με αιτ. προσ., ή απόλ., <i>ἐξορκούντων οἱ πρυτάνεις</i>, [[παρά]] Θουκ., Δημ.· ακολουθ. από ἦ [[μήν]] (Ιων. ἦ [[μέν]]) με απαρ. μέλ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· με αιτ. πράγμ., κάνω κάποιον να ορκιστεί σε [[κάτι]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἐξορκόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[ορκίζω]] κάποιον, [[επιβάλλω]] σε κάποιον να δώσει όρκο, με αιτ. προσ., ή απόλ., <i>ἐξορκούντων οἱ πρυτάνεις</i>, [[παρά]] Θουκ., Δημ.· ακολουθ. από ἦ [[μήν]] (Ιων. ἦ [[μέν]]) με απαρ. μέλ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· με αιτ. πράγμ., κάνω κάποιον να ορκιστεί σε [[κάτι]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξορκόω:''' обязывать клятвой, заставлять (по)клясться (τινα Her., Dem., Plut.): Ἀθήνησιν ἐξορκούντων οἱ πρυτάνεις Thuc. в Афинах пусть пританеи приводят к присяге (членов совета и городские власти); ἐ. τινα τὸ Στυγὸς [[ὕδωρ]] Her. заставить кого-л. поклясться водой Стикса.
}}
}}