Anonymous

ἁγνεύω: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἁγνεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, παρακ. <i>ἥγνευκα</i> ([[ἁγνός]])· [[θεωρώ]] [[κάτι]] αναπόσπαστο [[κομμάτι]] αγνότητας, [[θεωρώ]] [[κάτι]] ως [[ζήτημα]] θρησκευτικό· με απαρ., <i>ἁγνεύουσιν ἔμψυχον μηδὲν κτείνειν</i>, σε Ηρόδ.· απόλ., είμαι [[αγνός]], σε Αισχύλ.· <i>χεῖρας ἁγνεύει</i>, έχει [[καθαρά]] χέρια, σε Ευρ.· [[φυλάω]] τον εαυτό μου καθαρό από [[κάτι]], με γεν., σε Δημ.
|lsmtext='''ἁγνεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, παρακ. <i>ἥγνευκα</i> ([[ἁγνός]])· [[θεωρώ]] [[κάτι]] αναπόσπαστο [[κομμάτι]] αγνότητας, [[θεωρώ]] [[κάτι]] ως [[ζήτημα]] θρησκευτικό· με απαρ., <i>ἁγνεύουσιν ἔμψυχον μηδὲν κτείνειν</i>, σε Ηρόδ.· απόλ., είμαι [[αγνός]], σε Αισχύλ.· <i>χεῖρας ἁγνεύει</i>, έχει [[καθαρά]] χέρια, σε Ευρ.· [[φυλάω]] τον εαυτό μου καθαρό από [[κάτι]], με γεν., σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἁγνεύω:''' хранить (ритуальную) чистоту, оставаться непорочным Aesch., Arph.: ἁγνεύοντες θύουσι Lys. они совершают жертвоприношения в чистоте; ἁ. τινός Dem., Plut., Luc. воздерживаться от чего-л.; ἁ. μηδὲν ἔμψυχον κτείνειν Her. не умерщвлять ничего живого; χεῖρας ἁ. θεοῖς Eur. держать руки в чистоте для богослужения.
}}
}}