ἁγνεύω
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
English (LSJ)
pf. ἥγνευκα D.l. citand.,
A consider as part of purity, make it a point of religion, c. inf., ἁγνεύουσι ἔμψυχον μηδὲν κτείνειν Hdt.1.140: abs., to bepure, ὄρνιθος ὄρνις πῶς ἂν ἁγνεύοι φαγών; A.Supp.226, cf. Lys.6.51, Pl.Lg.837c, Alex.15.6: c. acc. rei, χεῖρας ἁ. E.IT1227; keep oneself pure from, τινός D.22.78, Phld.Sto.Herc.339.15, Luc.Am.5; also in Med., γυναικός GDI3636.43 (Cos).
2 perform religious ceremonies, officiate, BGU1201.6 (ii B. C.), cf. 149.8 (ii/iii A.D.).
3 Med., purify, τὸν νοῦν Phld.Sto.Herc.339.20.
II Act., = ἁγνίζω, purify, πόλιν Antipho 2.3.11:—Pass., SIG978 (Cnidus): c.gen., purify from, ὁ παντὸς ἁγνεύων, of Epicurus, Phld.Lib.p.26O.
Spanish (DGE)
I 1ser puro, mantenerse puro ritualmente no violando normas relig. de abstinencia ὡς ἂν μηδεὶς ὑπερβαίνῃ ἢν μὴ ἁγνεύῃ Hp.Morb.Sacr.1.13, ὄρνιθος ὄρνις πῶς ἂν ἁγνεύοι φαγών; A.Supp.226, ἁγνεύει λεχώ E.El.654, cf. E.Hipp.655, Ar.Lys.1182, ἁγνεύοντες θύομεν sacrificamos (a los dioses) en estado de pureza ritual Lys.6.51, ἁγνεύοντες καὶ νήφοντες SIG 1157.40 (Demetríade II a.C.) ἁ. ἐν αὐταῖς (ταῖς ἡμέραις) D.C.77.23.2a, ἁ. ἐν λέξει Phld.Rh.1.189, fig. ἁγνεύεις ἔτι todavía no pecas (ref. a la verificación de una cuenta de pescado), Alex.15.6
•c. ac. χεῖρας ἁγνεύει θεοῖς mantiene sus manos puras para los dioses, está consagrado a los dioses E.IT 1227
•c. ac. temp. προειρημένων ἡμερῶν ἀριθμὸν ἁ. mantenerse puro durante los días prescritos D.22.78
•mantenerse puro absteniéndose de algo c. inf. ἔμψυχον μηδὲν κτείνειν Hdt.1.140, c. gen. τὸν βίον ἡγνευκέναι τοιούτων ἐπιτηδευμάτων D.22.78, οἴνου Plu.2.464b, χεῖρες ἁ. παντὸς Ὀλυμπίου μύσους Heraclit.All.34.7, c. ἀπό y gen. ἁγνεύοντας εἰσιέναι ἀπὸ ὀψαρίου τριταίους ID 2530.1 (II a.C.), ἀπὸ γυναικὸς καὶ κρέως ID 2529.16 (II a.C.), cf. SIG 982.3 (Pérgamo II a.C.)
•fig. ἄχρι σὸν γένειον ἁγνεύῃ τριχός mientras tu barbilla se mantenga limpia de barba Call.Fr.202.69
•en v. med. c. ac. de rel. mantenerse puro en cuanto a τὰ[ς] ἀκοὰ[ς] καὶ τ[ὸ] ν ν[οῦ] ν ... ἁγνευσάμενοι Phld.Sto.22.7.
2 ser casto, vivir en castidad ἁγνεύειν ἀεὶ μεθ' ἁγνεύοντος τοῦ ἐρωμένου Pl.Lg.837c, ὑπὲρ τῆς ψυχῆς ἁ. ser castos por la (salvación) del alma, Ep.Barn.19.8, cf. Clem.Al.QDS 40
•c. gen. abstenerse de ἔρωτος Luc.Am.5
•en v. med. mismo sent. γυναικός Sokolowski 3.151A.42 (Cos IV a.C.).
II 1relig. purificar τῶν ἁγνευόντων ἱερέων BGU 1201.6 (I d.C.), cf. 149.8 (II/III d.C.), PTeb.298.68 (II d.C.)
•c. ac. int. ἱερεῖς τινας ἁγνείας ἁγνεύοντες sacerdotes que celebran ritos de purificación I.Ap.1.199.
2 gener. purificar c. ac. πόλιν Antipho 2.2.11, c. gen. ὁ παντὸς ἁγνεύων el purificador de todo de Epicuro, Phld.Lib.fr.55.11, en v. pas. IKnidos 160.5 (IV a.C.).
• Etimología: Cf. ἅζομαι.
German (Pape)
[Seite 17] 1) rein, keusch sein; theils absol., Aesch. Suppl. 223; Ar. Lys. 1183; Plat. Legg. VIII, 837 c; bes. von Opfernden, Lys. 6, 51; vgl. Alexis Ath. III, 117 e; Her. 1, 140; c. inf, ἁγνεύουσι μηδὲν ἔμψυχον κτείνειν, sie halten sich rein vom Tödten eines belebten Wesens, τινός, z. B. Dem. 24, 186; ἡγνευκέναι τοιούτων ἐπιτηδευμάτων, sich rein gehalten haben von solchen Beschäftigungen, ἀφροδισίων καὶ οἴνου καὶ ψευδολογίας Plut. de coh. ira 16; ἔρωτος Luc. Amor. 5. – 2) reinigen, sühnen, πόλιν Antiph. 2 γ 11; ἑαυτόν 6, 4 (Harpocr. ἁγνίζειν).
French (Bailly abrégé)
pf. ἥγνευκα;
I. intr. 1 être pur : χεῖρας ἁγν. EUR avoir les mains pures;
2 se garder pur de, gén.;
3 avec un inf., regarder comme un devoir religieux de;
II. tr. purifier.
Étymologie: ἁγνός.
Russian (Dvoretsky)
ἁγνεύω: хранить (ритуальную) чистоту, оставаться непорочным Aesch., Arph.: ἁγνεύοντες θύουσι Lys. они совершают жертвоприношения в чистоте; ἁ. τινός Dem., Plut., Luc. воздерживаться от чего-л.; ἁ. μηδὲν ἔμψυχον κτείνειν Her. не умерщвлять ничего живого; χεῖρας ἁ. θεοῖς Eur. держать руки в чистоте для богослужения.
Greek (Liddell-Scott)
ἁγνεύω: μέλλ. -εύσω· πρκμ. ἥγνευκα, Δημ. ἔνθα κατωτ. Νομίζω τι ὡς μέρος ἀναπόσπαστον ἁγνείας, θεωρῶ τι ὡς ζήτημα θρησκευτικόν, μετὰ ἀπαρ., ἁγνεύουσιν ἔμψυχον μηδὲν κτείνειν, Ἡρόδ. 1. 140· ἀπολ., εἶμαι ἁγνός, καθαρός, ὄρνιθος ὄρνις πῶς ἂν ἁγνεύοι φαγών; Αἰσχύλ. Ἱκ. 226, πρβλ. Πλατ. Νόμ. 837C· μετ’ αἰτ. πράγμ., χεῖρας ἁγνεύει, Εὐρ. Ι. Τ. 1227. ἁγνεύων θύειν, Λυσ. 107, 39· ἁγνεύεις ἔτι, Ἄλεξ. ἐν «Ἀπεγλαυκωμένῳ», 1, 6· φυλάττω ἐμαυτὸν καθαρόν, ἀμόλυντον ἀπό τινος· τινός, Δημ. 618. 10. ΙΙ. ἐνεργ., = ἁγνίζω, καθαρίζω, Λατ. lustrare. Ἀντιφ. 119. 11.
Greek Monotonic
ἁγνεύω: μέλ. -σω, παρακ. ἥγνευκα (ἁγνός)· θεωρώ κάτι αναπόσπαστο κομμάτι αγνότητας, θεωρώ κάτι ως ζήτημα θρησκευτικό· με απαρ., ἁγνεύουσιν ἔμψυχον μηδὲν κτείνειν, σε Ηρόδ.· απόλ., είμαι αγνός, σε Αισχύλ.· χεῖρας ἁγνεύει, έχει καθαρά χέρια, σε Ευρ.· φυλάω τον εαυτό μου καθαρό από κάτι, με γεν., σε Δημ.
Middle Liddell
ἁγνός
to consider as part of purity, make it a point of religion, c. inf., ἁγνεύουσι ἔμψυχον μηδὲν κτείνειν Hdt.: absol. to be pure, Aesch.; χεῖρας ἁγνεύει is clean in hands, Eur.: to keep oneself pure from a thing, c. gen., Dem.
Mantoulidis Etymological
(=εἶμαι ἁγνός, καθαρός). Ἀπό τό ἁγνός, κι αὐτό ἀπό τήν ἴδια ρίζα μέ τό ἅγιος. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἁγνεία (=καθαρότητα), ἅγνευμα, ἁγνευτήριον, ἁγνευτικός, ἁγνεύτρια, ἁγνεών (=τόπος ἁγνότητος, οἶκος δύσφημος), ἁγνότης
Léxico de magia
1 ser puro, mantenerse puro como condición imprescindible para ejecutar la práctica πρὸ γʹ ἡμερῶν ἁγνεύσας ἐλθὲ πρωίας πρὸς ἀνατολάς tras haberte mantenido puro tres días antes, dirígete por la mañana temprano hacia oriente P IV 784 ἁγνεύσας ἡμέρας ζʹ καὶ λαβὼν φιάλην λευκὴν πλῆσον ὕδατος habiéndote mantenido puro durante siete días, toma un cuenco blanco y llénalo de agua P IV 3209 ἅγνευσον ἡμέρας μαʹ manténte puro durante cuarenta y un días P XIII 347 P VII 334 P VII 749 P XXXVIII 1 καθᾶρον τὰς φλιὰς τοῦ κοιτῶνος, ἐν ᾧ ἁγνεύεις purifica las jambas de la habitación en la que te mantienes puro P II 151 2 purificarse λέγε ἁγνεύσας πρὸς τὸν ἥλιον tras purificarte di ante el sol P VII 846 ἅγνευσον εἰς τὸν καθημερινόν σου λύχνον purifícate ante tu lámpara diurna P XXIIb 27 3 celebrar la práctica, oficiar ἁγνεύσας καθαρίως προκατάρχου τῆς τοῦ θεοῦ ἱκεσίας oficiando con pureza comienza la súplica al dios P II 149