Anonymous

ἀλγύνω: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀλγύνω:''' [ῡ], Ιων. γʹ ενικ. παρατ. <i>ἀλγύνεσκε</i>· μέλ. <i>-ῠνῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ἤλγῡνα</i> — Παθ., με Μέσ. μέλ. <i>ἀλγυνοῦμαι</i> (σε Παθ. [[σημασία]]), αόρ. αʹ <i>ἠλγύνθην</i>· ([[ἄλγος]])· [[πονώ]], [[θλίβω]], λυπώ, <i>τινά</i>, σε Αισχύλ. κ.λπ. — Παθ., θλίβομαι για [[κάτι]], <i>τινί</i>, σε Σοφ.· [[ἐπί]] τινι, σε Ευρ.· <i>τι</i>, σε Σοφ.· με μτχ., <i>εἰσιδοῦσα ἠλγύνθην</i>, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἀλγύνω:''' [ῡ], Ιων. γʹ ενικ. παρατ. <i>ἀλγύνεσκε</i>· μέλ. <i>-ῠνῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ἤλγῡνα</i> — Παθ., με Μέσ. μέλ. <i>ἀλγυνοῦμαι</i> (σε Παθ. [[σημασία]]), αόρ. αʹ <i>ἠλγύνθην</i>· ([[ἄλγος]])· [[πονώ]], [[θλίβω]], λυπώ, <i>τινά</i>, σε Αισχύλ. κ.λπ. — Παθ., θλίβομαι για [[κάτι]], <i>τινί</i>, σε Σοφ.· [[ἐπί]] τινι, σε Ευρ.· <i>τι</i>, σε Σοφ.· με μτχ., <i>εἰσιδοῦσα ἠλγύνθην</i>, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλγύνω:''' (ῡ) (fut. ἀλγῠνῶ, aor. ἤλγῡνα; pass.: fut. ἀλγυνοῦμαι, aor. ἠλγύνθην) причинять боль, огорчать, удручать (τινά Aesch., Soph.): ἀλγύνεσθαί τινι Soph., Plut.; страдать от чего-л.; ὃν οἱ λόγοι τῶν τραυμάτων οὐχὶ [[μᾶλλον]] ἤλγυναν Plut. слова причиняли ему не большую боль, чем раны; εἰσιδὼν ἠλγύνθην [[κέαρ]] Aesch. это зрелище разрывает мое сердце.
}}
}}