Anonymous

ἀνακυκλέω: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνακυκλέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ξαναγυρίζω]] κυκλικά, σε Ευρ.· μεταφ., [[περιστρέφω]] [[κάτι]] μέσα στο [[μυαλό]] μου, σε Λουκ.
|lsmtext='''ἀνακυκλέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ξαναγυρίζω]] κυκλικά, σε Ευρ.· μεταφ., [[περιστρέφω]] [[κάτι]] μέσα στο [[μυαλό]] μου, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνακυκλέω:''' <b class="num">1)</b> поворачивать ([[δέμας]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> повторять или обдумывать (ἀ. πρὸς ἑαυτόν τι Luc.);<br /><b class="num">3)</b> тж. med. делать круг, кружиться, возвращаться (ἀ. καὶ ἀνακάμπτειν Arst.): ἀνακυκλεῖσθαι πρὸς ἑαυτό Plat. или περὶ τὸ [[αὐτό]] Arst. совершать круговорот; ἀνακυκλεῖσθαι εἰς τὸν συνήθη βίον Plut. возвращаться к привычному образу жизни.
}}
}}