ἀνακυκλέω

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακυκλέω Medium diacritics: ἀνακυκλέω Low diacritics: ανακυκλέω Capitals: ΑΝΑΚΥΚΛΕΩ
Transliteration A: anakykléō Transliteration B: anakykleō Transliteration C: anakykleo Beta Code: a)nakukle/w

English (LSJ)

A turn round again, ἀνακύκλει δέμας E.Or.231; revolve in one's mind, πρὸς ἐμαυτόν Luc.Nigr.6; repeat, τοὺς αὐτοὺς λόγους Plu.Dem.29, cf. Phld.Mus.p.40K., Herm. in Phdr.p.191A.:—Pass., to be renewed, πόλεμος ἐφ' ἑαυτὸν -ούμενος Procop.Arc.11.
II intr. in Act., come round in a circle, Arist.GC338a4; αἱ αὐταὶ δόξαι ἀ. ἐν τοῖς ἀνθρώποις Id.Mete.339b29:—so in Pass., ἀ. πρὸς αὑτήν Pl.Ti. 37a; αἱ τύχαι πολλάκις ἀ. περὶ τοὺς αὐτούς Arist.EN1100b3.

Spanish (DGE)

I tr.
1 revolcar, revolver δέμας E.Or.231
c. ac. int. κινήσεις ἀνεξελίκτους ἀνακυκλεῖν (elefantes entrenados para) realizar giros complicados Plu.2.968c
en v. med. mismo sent. hacer girar ἣν (Σελήνην) ἀνακυκλεῖται κόσμου φύσις PMag.4.252.
2 fig. de palabras, etc. repetir τοὺς αὐτοὺς ἀνακυκλῶν λόγους Plu.Dem.29, πίστεις Phld.Mus.p.40K., μὴ διὰ μακρῶν λόγων τὰ αὐτὰ ἀνακυκλεῖν Herm.in Phdr.191, ἀνακυκλῶ πρὸς ἐμαυτὸν τὰ εἰρημένα doy vueltas conmigo mismo a lo dicho Luc.Nigr.6
renovar en v. pas. πόλεμος ... ἐφ' ἑαυτὸν ἀνακυκλούμενος Procop.Arc.11.9.
II intr.
1 girar, dar vueltas en círculo ἀνάγκη ἀνακυκλεῖν ref. a ἡ γένεσις Arist.GC 338a4, τὰς αὐτὰς δόξας ἀνακυκλεῖν ... ἐν τοῖς ἀνθρώποις que las mismas opiniones circulan una y otra vez entre los hombres Arist.Mete.339b29, v. med. mismo sent. del alma ἀνακυκλουμένη πρὸς αὑτήν girando en torno a sí misma Pl.Ti.37a, τὰς δὲ τύχας ἀνακυκλεῖσθαι περὶ τοὺς αὐτούς Arist.EN 1100b3, πάντα ἐξ αἰδίου ... ἀνακυκλούμενα M.Ant.2.14.

German (Pape)

[Seite 194] im Kreislauf wieder herbeiführen, zurückführen, ἀνακύκλει δέμας Eur. Or. 225, bringe meinen Körper wieder in den früheren gefunden Zustand; ἀνακυκλουμένη πρὸς αὑτήν, zu sich zurückkehrend, Plat. Tim. 37 a; τὰς τύχας πολλάκις ἀνακυκλεῖσθαι περὶ τοὺς αὐτούς Arist. Eth. 1, 10; ἀνεκυκλεῖτο ἐς τὸν συνήθη βίον, er verfiel in seine gewohnte Lebensweise, Plut. Anton. 24; πρὸς ἑαυτόν τι, wiederholen, Luc. Nigr. 6.

French (Bailly abrégé)

ἀνακυκλῶ :
retourner ; fig. retourner dans son esprit.
Étymologie: ἀνά, κυκλέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνακυκλέω:
1 поворачивать (δέμας Eur.);
2 повторять или обдумывать (ἀ. πρὸς ἑαυτόν τι Luc.);
3 тж. med. делать круг, кружиться, возвращаться (ἀ. καὶ ἀνακάμπτειν Arst.): ἀνακυκλεῖσθαι πρὸς ἑαυτό Plat. или περὶ τὸ αὐτό Arst. совершать круговорот; ἀνακυκλεῖσθαι εἰς τὸν συνήθη βίον Plut. возвращаться к привычному образу жизни.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακυκλέω: ἀναστρέφω, γυρίζω, πάλιν, ἀνακύκλει δέμας Εὐρ. Ὀρ. 231: μεταφ., περιστρέφω τι ἐντὸς τῆς διανοίας μου, διανοοῦμαι περί τινος πράγματος, Λουκ. Νιγρ. 6: ἐπαναλαμβάνω, Πλουτ. Δημ. 29. ΙΙ. ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργ., ἐπανέρχομαι, ἐπανακάμπτω, κάμνω τὸν γῦρον καὶ ἔρχομαι πάλιν, Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 2. 11, 9· τὰς αὐτὰς δόξας ἀνακυκλεῖν ἐν τοῖς ἀνθρώποις ὁ αὐτ. Μετεωρ. 1. 3, 8: - οὕτως ἐν τῷ παθ., ἀνακυκλουμένη πρὸς αὐτήν, ἐπανακάμπτουσα πρὸς ἑαυτήν, Πλάτ. Τίμ. 37Α· αἱ τύχαι πολλάκις ἀν. περὶ τοὺς αὐτοὺς Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 10, 7. ΙΙΙ. ἐν τῷ παθ., ὡσαύτως, ὡς τὸ Λατ. versari, ἀναστρέφομαι, τριγυρίζω, ἀν. ἐν ταῖς ἐκκλησίαις Ἀθήν. 44Ε.

Greek Monotonic

ἀνακυκλέω: μέλ. -ήσω, ξαναγυρίζω κυκλικά, σε Ευρ.· μεταφ., περιστρέφω κάτι μέσα στο μυαλό μου, σε Λουκ.

Middle Liddell

to turn round again, Eur.: metaph. to revolve in one's mind, Luc.