Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀναρπάζω: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναρπάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i> και <i>-άξω</i>, επίσης το Μέσ. τύπο <i>-άσομαι</i>· αόρ. αʹ <i>-ήρπασα</i> και <i>-αξα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[αρπάζω]], [[τσακώνω]], [[μαγγώνω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[αποσπώ]], [[τραβώ]], [[υφαρπάζω]], σε Όμηρ. κ.λπ.· λέγεται για δουλέμπορους, απαγάγω, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., σε Σοφ.· στον πεζό λόγο επίσης, σύρομαι ενώπιον κάποιου άρχοντα, σύρομαι στη [[φυλακή]], Λατ. rapi in Jus, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με θετική [[σημασία]], [[διασώζω]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">III.</b> [[κυριεύω]] εξορμώντας, [[λεηλατώ]], σε Ευρ.· λέγεται για πρόσωπα, <i>ἀναρπασόμενος τοὺς Φωκέας</i>, τους κυρίευσε με έφοδο ή [[μεμιάς]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">IV.</b> [[υφαρπάζω]], [[διαρπάζω]], [[αφαιρώ]], σε Ξεν., Δημ.
|lsmtext='''ἀναρπάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i> και <i>-άξω</i>, επίσης το Μέσ. τύπο <i>-άσομαι</i>· αόρ. αʹ <i>-ήρπασα</i> και <i>-αξα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[αρπάζω]], [[τσακώνω]], [[μαγγώνω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[αποσπώ]], [[τραβώ]], [[υφαρπάζω]], σε Όμηρ. κ.λπ.· λέγεται για δουλέμπορους, απαγάγω, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., σε Σοφ.· στον πεζό λόγο επίσης, σύρομαι ενώπιον κάποιου άρχοντα, σύρομαι στη [[φυλακή]], Λατ. rapi in Jus, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με θετική [[σημασία]], [[διασώζω]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">III.</b> [[κυριεύω]] εξορμώντας, [[λεηλατώ]], σε Ευρ.· λέγεται για πρόσωπα, <i>ἀναρπασόμενος τοὺς Φωκέας</i>, τους κυρίευσε με έφοδο ή [[μεμιάς]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">IV.</b> [[υφαρπάζω]], [[διαρπάζω]], [[αφαιρώ]], σε Ξεν., Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναρπάζω:''' <b class="num">1)</b> выхватывать, выдергивать ([[ἔγχος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> хватать: ἀναρπάσαντες τὰ [[ὅπλα]] Xen. схватившись за оружие;<br /><b class="num">3)</b> похищать, уносить (τινά Hom., Eur., Arph., Xen., Plut.): [[φροῦδος]] ἀναρπασθείς Soph. он похищен (смертью);<br /><b class="num">4)</b> силой приводить (τινά Dem.);<br /><b class="num">5)</b> спасать (ἀνηρπάσθαι ὑπὸ τῶν [[φίλων]] Plut.);<br /><b class="num">6)</b> захватывать, расхищать, разорять, грабить (ἀρούρας Pind.; δόμους Eur.; [[πόλις]] ἀνηρπάσθη Dem.);<br /><b class="num">7)</b> брать приступом, атаковать (τοὺς Φωκέας Her.);<br /><b class="num">8)</b> истреблять, уничтожать (Ἀχαιούς Eur.): ἀ. τοὺς ἱδρῶτας Plut. прекращать потоотделение.
}}
}}