3,277,206
edits
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνταπόλλῡμι:''' μέλ. <i>-απολέσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[καταστρέφω]] ως [[ανταπόδοση]], σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ. και Μέσ., με Ενεργ. παρακ. βʹ <i>-απόλωλα</i>, [[χάνομαι]] με τη [[σειρά]] μου, σε Ευρ.· [[ὑπὲρ]] ἀνδρὸς ἑκάστου [[δέκα]] ἀνταπόλλυσθαι, ότι [[δέκα]] θα θανατωθούν ως [[εκδίκηση]] για [[κάθε]] ένα άνδρα ξεχωριστά, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ἀνταπόλλῡμι:''' μέλ. <i>-απολέσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[καταστρέφω]] ως [[ανταπόδοση]], σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ. και Μέσ., με Ενεργ. παρακ. βʹ <i>-απόλωλα</i>, [[χάνομαι]] με τη [[σειρά]] μου, σε Ευρ.· [[ὑπὲρ]] ἀνδρὸς ἑκάστου [[δέκα]] ἀνταπόλλυσθαι, ότι [[δέκα]] θα θανατωθούν ως [[εκδίκηση]] για [[κάθε]] ένα άνδρα ξεχωριστά, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνταπόλλῡμι:''' истреблять в отмщение (τινά и τι Eur., Plat.); med.-pass. погибать в свою очередь (κατακτὰς αὐτὸς ἀνταπόλλυμαι Eur.): [[ὑπέρ]] τινος ἀνταπόλλυσθαι Her. быть казненным за убийство кого-л. | |||
}} | }} |