Anonymous

ἀπευθύνω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπευθύνω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ῠνῶ</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[ισιώνω]], κάνω [[κάτι]] [[πάλι]] [[ευθύ]], σε Πλάτ.· [[χέρας]] δεσμοῖς [[ἀπευθύνω]], [[δένω]] τα χέρια του σε [[ευθεία]], δηλ. [[πισώπλατα]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[καθοδηγώ]] σωστά, [[διευθύνω]], [[διοικώ]], [[κυβερνώ]], στον ίδ.· [[διορθώνω]], [[τιμωρώ]], [[κολάζω]], σε Ευρ.· με απαρ., [[κατευθύνω]] κάποιον να κάνει [[κάτι]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἀπευθύνω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ῠνῶ</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[ισιώνω]], κάνω [[κάτι]] [[πάλι]] [[ευθύ]], σε Πλάτ.· [[χέρας]] δεσμοῖς [[ἀπευθύνω]], [[δένω]] τα χέρια του σε [[ευθεία]], δηλ. [[πισώπλατα]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[καθοδηγώ]] σωστά, [[διευθύνω]], [[διοικώ]], [[κυβερνώ]], στον ίδ.· [[διορθώνω]], [[τιμωρώ]], [[κολάζω]], σε Ευρ.· με απαρ., [[κατευθύνω]] κάποιον να κάνει [[κάτι]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπευθύνω:''' <b class="num">1)</b> выпрямлять, расправлять (πάντα [[ὀρθά]] Plat., μαχαιρας καμπτομένας Polyb.; καμπυλας βακτηρίας Plut.);<br /><b class="num">2)</b> связывать назад, скручивать за спину (χερας δεσμοῖς Soph.);<br /><b class="num">3)</b> направлять, управлять, править (πλήκτροις τρόπιν Soph.: πόλιν Plat.; τὴν κρίσιν τῷ λογισμῷ Plut.);<br /><b class="num">4)</b> исправлять, вразумлять или карать (τοὺς ἀγνωμοσύναν τιμῶντας Eur.).
}}
}}