3,274,216
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀργέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ἀργός]] = [[ἀεργός]])·<br /><b class="num">I.</b> [[παραμένω]] [[αδρανής]], είμαι [[άεργος]], δεν κάνω απολύτως [[τίποτε]], σε Ευρ., Ξεν.· <i>γῆἀργοῦσα</i>, γη που παραμένει ακαλλιέργητη, στον ίδ.· ἀργεῖτὸ [[ἐργαστήριον]], το [[εργαστήριο]] δεν λειτουργεί, βρίσκεται σε [[αργία]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., [[μένω]] [[ανεκτέλεστος]], [[ανωφελής]], [[άκαρπος]], σε Ξεν. | |lsmtext='''ἀργέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ἀργός]] = [[ἀεργός]])·<br /><b class="num">I.</b> [[παραμένω]] [[αδρανής]], είμαι [[άεργος]], δεν κάνω απολύτως [[τίποτε]], σε Ευρ., Ξεν.· <i>γῆἀργοῦσα</i>, γη που παραμένει ακαλλιέργητη, στον ίδ.· ἀργεῖτὸ [[ἐργαστήριον]], το [[εργαστήριο]] δεν λειτουργεί, βρίσκεται σε [[αργία]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., [[μένω]] [[ανεκτέλεστος]], [[ανωφελής]], [[άκαρπος]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀργέω:''' <b class="num">1)</b> ничего не делать, бездействовать Plat., Soph., Eur., Dem., Plut.: γῆ ἀργοῦσα Xen. невозделанная земля;<br /><b class="num">2)</b> pass. не исполняться, находиться в пренебрежении (οὐδὲν ἀργεῖται τῶν πράττεσθαι δεομένων Xen.) или быть бесплодным ([[αὕτη]] ἡ [[σκέψις]] οὐκ ἀργοῖτο Xen.). | |||
}} | }} |