Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βασιλεύς: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βᾰσῐλεύς:''' ὁ, γεν. <i>-έως</i>, Ιων. <i>-ῆος</i>, αιτ. [[βασιλέα]] και συνηρ. <i>βασιλῆ</i>, ονομ. πληθ. <i>βασιλεῖς</i>, Ιων. <i>-ῆες</i>, παλ. Αττ. <i>βασιλῆς</i>, αιτ. πληθ. <i>βασιλεῖς</i>, [[παλιός]] Αττ. <i>βασιλῆς</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[βασιλιάς]], [[αρχηγός]], σε Όμηρ.· [[έπειτα]], [[κληρονομικός]] [[άρχοντας]], αντίθ. προς το [[τύραννος]], σε Ηρόδ., Αττ.· [[ἄναξ]] [[βασιλεύς]], [[άρχοντας]] [[βασιλιάς]], σε Αισχύλ.· με γεν., βασιλεὺς [[νεῶν]], στον ίδ.· οἰωνῶν [[βασιλεύς]], των πουλιών, στον ίδ.· ο [[Όμηρος]] έχει έναν συγκρ. [[βασιλεύτερος]], [[βασιλικότερος]], και υπερθ. [[βασιλεύτατος]], ο πιο [[βασιλικός]].<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για το γιο του βασιλιά, τον πρίγκηπα ή για οποιονδήποτε μοιράζεται τη [[διακυβέρνηση]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">3.</b> γενικά, [[άρχοντας]], [[αφέντης]], [[οικοδεσπότης]], σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> στην Αθήνα, ο [[δεύτερος]] από τους [[εννέα]] άρχοντες αποκαλούνταν «[[βασιλεύς]]»· ήταν [[υπεύθυνος]] για τις δημόσιες τελετές και την [[διεξαγωγή]] των [[δικών]] με [[αντικείμενο]] εκδίκασης δολοφονίες στο δικαστήριο, σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> [[μετά]] τους Περσικούς πολέμους, ο [[βασιλιάς]] της Περσίας ονομαζόταν <i>«βασιλεὺς»</i> ([[χωρίς]] το [[άρθρο]]), σε Ηρόδ., Αττ.· σπανιότερα απαντά η [[φράση]] <i>«ὁβασιλεύς»</i> ή «ὁ [[μέγας]] [[βασιλεύς]]», σε Ηρόδ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''βᾰσῐλεύς:''' ὁ, γεν. <i>-έως</i>, Ιων. <i>-ῆος</i>, αιτ. [[βασιλέα]] και συνηρ. <i>βασιλῆ</i>, ονομ. πληθ. <i>βασιλεῖς</i>, Ιων. <i>-ῆες</i>, παλ. Αττ. <i>βασιλῆς</i>, αιτ. πληθ. <i>βασιλεῖς</i>, [[παλιός]] Αττ. <i>βασιλῆς</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[βασιλιάς]], [[αρχηγός]], σε Όμηρ.· [[έπειτα]], [[κληρονομικός]] [[άρχοντας]], αντίθ. προς το [[τύραννος]], σε Ηρόδ., Αττ.· [[ἄναξ]] [[βασιλεύς]], [[άρχοντας]] [[βασιλιάς]], σε Αισχύλ.· με γεν., βασιλεὺς [[νεῶν]], στον ίδ.· οἰωνῶν [[βασιλεύς]], των πουλιών, στον ίδ.· ο [[Όμηρος]] έχει έναν συγκρ. [[βασιλεύτερος]], [[βασιλικότερος]], και υπερθ. [[βασιλεύτατος]], ο πιο [[βασιλικός]].<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για το γιο του βασιλιά, τον πρίγκηπα ή για οποιονδήποτε μοιράζεται τη [[διακυβέρνηση]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">3.</b> γενικά, [[άρχοντας]], [[αφέντης]], [[οικοδεσπότης]], σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> στην Αθήνα, ο [[δεύτερος]] από τους [[εννέα]] άρχοντες αποκαλούνταν «[[βασιλεύς]]»· ήταν [[υπεύθυνος]] για τις δημόσιες τελετές και την [[διεξαγωγή]] των [[δικών]] με [[αντικείμενο]] εκδίκασης δολοφονίες στο δικαστήριο, σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> [[μετά]] τους Περσικούς πολέμους, ο [[βασιλιάς]] της Περσίας ονομαζόταν <i>«βασιλεὺς»</i> ([[χωρίς]] το [[άρθρο]]), σε Ηρόδ., Αττ.· σπανιότερα απαντά η [[φράση]] <i>«ὁβασιλεύς»</i> ή «ὁ [[μέγας]] [[βασιλεύς]]», σε Ηρόδ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''βασιλεύς:''' έως adj. царственный, могущественный ([[βασιλεύτερος]] καὶ προγένεστερος, σὺ γὰρ βασιλεύτατός ἐσσι Hom.).<br /><b class="num">[[βασιλεύς|βᾰσῐλεύς]]:</b> έως, эп.-ион. ῆος и έος ὁ<br /><b class="num">1)</b> царь, властелин, повелитель, предводитель Hom.: οἱ μεγάλοι βασιλῆς Soph. = οἱ Ἀτρεῖδαι; ὁ [[μέγας]] β. Her. и ὁ [[ἄνω]] β. Xen., тж. (ὁ) β. Thuc., Arph., Xen., Dem. = ὁ τῶν Περσῶν β.;<br /><b class="num">2)</b> царский сын, царевич Xen.;<br /><b class="num">3)</b> (в Афинах) архонт-басилевс Lys., Plat., Arst.;<br /><b class="num">4)</b> (= [[συμποσίαρχος]]) председатель пира Plut., Luc.;<br /><b class="num">5)</b> (в Риме, после Августа) император NT;<br /><b class="num">6)</b> птица крапивник (Troglodytes [[parvulus]]), по друг. - королек ([[Regulus]] [[cristatus]]) Arst.;<br /><b class="num">7)</b> зоол. пчелиная матка, царица (τῶν μελιττῶν Arst.).
}}
}}