Anonymous

δυσέφοδος: Difference between revisions

From LSJ
2
(10)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσέφοδος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> δυσκολοπρόσβλητος<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ δυσέφοδον</i><br />η [[ιδιότητα]] του δυσέφοδου.
|mltxt=[[δυσέφοδος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> δυσκολοπρόσβλητος<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ δυσέφοδον</i><br />η [[ιδιότητα]] του δυσέφοδου.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσέφοδος:''' мало доступный (διὰ τὸ [[πλῆθος]] διωρύγων [[χώρα]] Diod.).
}}
}}