δυσέφοδος

From LSJ

Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid

Menander, Monostichoi, 180
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσέφοδος Medium diacritics: δυσέφοδος Low diacritics: δυσέφοδος Capitals: ΔΥΣΕΦΟΔΟΣ
Transliteration A: dyséphodos Transliteration B: dysephodos Transliteration C: dysefodos Beta Code: duse/fodos

English (LSJ)

δυσέφοδον, hard to get at, inaccessible, D.S.1.57 (Sup.); τὸ δ. Phld.Rh.1.325 S. (nisi leg. δυσέφικτον).

Spanish (DGE)

-ον
difícil de atacar ἡ κρατίστη (χώρα) τῆς Αἰγύπτου ... δυσεφοδωτάτη γέγονε D.S.1.57, dud. τὸ δ. Phld.Rh.1.325.

German (Pape)

[Seite 680] schwer zugänglich; im superl. D. Sic. 1, 57.

Russian (Dvoretsky)

δυσέφοδος: мало доступный (διὰ τὸ πλῆθος διωρύγων χώρα Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσέφοδος: -ον, δυσπρόσιτος, Διόδ. 1. 57.

Greek Monolingual

δυσέφοδος, -ον (Α)
1. δυσκολοπρόσβλητος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ δυσέφοδον
η ιδιότητα του δυσέφοδου.