δυσέφοδος
From LSJ
Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid
English (LSJ)
δυσέφοδον, hard to get at, inaccessible, D.S.1.57 (Sup.); τὸ δ. Phld.Rh.1.325 S. (nisi leg. δυσέφικτον).
Spanish (DGE)
-ον
difícil de atacar ἡ κρατίστη (χώρα) τῆς Αἰγύπτου ... δυσεφοδωτάτη γέγονε D.S.1.57, dud. τὸ δ. Phld.Rh.1.325.
German (Pape)
[Seite 680] schwer zugänglich; im superl. D. Sic. 1, 57.
Russian (Dvoretsky)
δυσέφοδος: мало доступный (διὰ τὸ πλῆθος διωρύγων χώρα Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσέφοδος: -ον, δυσπρόσιτος, Διόδ. 1. 57.
Greek Monolingual
δυσέφοδος, -ον (Α)
1. δυσκολοπρόσβλητος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ δυσέφοδον
η ιδιότητα του δυσέφοδου.