Anonymous

ἐμποδών: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐμποδών:''' επίρρ., = <i>ἐν ποσὶν ὤν</i>, σχημ. κατά [[αναλογία]] προς το [[ἐκποδών]]·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που βρίσκεται [[μπροστά]] στα πόδια κάποιου, που είναι στο δρόμο του ή μέσα στα πόδια του, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που παρεμβάλλεται στο δρόμο κάποιου, δηλ. δημιουργεί [[εμπόδιο]], [[κώλυμα]], ἐμπ.[[εἶναι]], βρίσκομαι στη [[μέση]], σε Αισχύλ.· ἐμπ. [[εἶναι]] τῷ ποιεῖν, σε Ξεν.· ἐμπ. [[εἶναι]] ή <i>γίγνεσθαί τινι μὴ πράττειν</i>, [[εμποδίζω]] την [[ενέργεια]] κάποιου, σε Θουκ. κ.λπ.· <i>τὸἐμπ</i>., [[εμπόδιο]], [[κώλυμα]], [[παρακώλυση]], [[πρόσκομμα]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἐμποδών:''' επίρρ., = <i>ἐν ποσὶν ὤν</i>, σχημ. κατά [[αναλογία]] προς το [[ἐκποδών]]·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που βρίσκεται [[μπροστά]] στα πόδια κάποιου, που είναι στο δρόμο του ή μέσα στα πόδια του, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που παρεμβάλλεται στο δρόμο κάποιου, δηλ. δημιουργεί [[εμπόδιο]], [[κώλυμα]], ἐμπ.[[εἶναι]], βρίσκομαι στη [[μέση]], σε Αισχύλ.· ἐμπ. [[εἶναι]] τῷ ποιεῖν, σε Ξεν.· ἐμπ. [[εἶναι]] ή <i>γίγνεσθαί τινι μὴ πράττειν</i>, [[εμποδίζω]] την [[ενέργεια]] κάποιου, σε Θουκ. κ.λπ.· <i>τὸἐμπ</i>., [[εμπόδιο]], [[κώλυμα]], [[παρακώλυση]], [[πρόσκομμα]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμποδών:''' <b class="num">I</b> [[πούς]] adv.<br /><b class="num">1)</b> на пути, т. е. в качестве помехи: τινὶ ἐ. ἵστασθαι (или [[στῆναι]]) Aesch., Thuc., [[παρεῖναι]] Soph., γίγνεσθαι (или [[γενέσθαι]]) Her., Eur., κεῖσθαι Eur. и εἶναι Xen. быть помехой, мешать кому(чему)-л.; ἐ. ποιεῖσθαί τί τινι Dem. считать что-л. препятствием к чему-л.; ἐ. τινι εἶναι или [[γενέσθαι]] (τοῦ) μὴ πράττειν или μὴ οὐ ποιεῖν τι Thuc., Arph., Xen. (по)мешать кому-л. сделать что-л.;<br /><b class="num">2)</b> навстречу, в или на пути ([[πᾶν]] [[ἔθνος]] τὸ ἐ. Her.): ἔκτεινον πάντα τὸν ἐ. γινόμενον Her. (персы) убивали всех, кто им попадался;<br /><b class="num">3)</b> в наличии, непосредственно: ἃ δ᾽ ἐ. [[μάλιστα]] Eur. совершенно неотложные дела, насущные вопросы; ἐ. τι ποιεῖσθαι Arst. делать что-л. общедоступным;<br /><b class="num">4)</b> повседневно, обычно: τὰ μὴ [[λίαν]] ἐ. Arst. вещи, не слишком обыденные; ἡ ἐ. [[παιδεία]] Arst. обычное воспитание; πολλοῖς ἐ. εἶναι καὶ γνωρίζεσθαι Polyb. быть широко известным.<br /><b class="num">II</b> τό Her., Arst., Plut.; in crasi τοὐμποδών Arph. = [[ἐμποδίζον]].
}}
}}