3,277,218
edits
(11) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[ἐμποδών]])<br />(επίρρ. κατ' αναλογ. [[προς]] το [[ἐκποδών]])<br /><b>1.</b> [[μέσα]] στα πόδια, [[μπρος]] στα πόδια («κτείνειν [[πάντα]] τὸν ἐμποδὼν γινόμενον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> ως [[εμπόδιο]], με τρόπο που να δημιουργεί ή να παρουσιάζει εμπόδια («οὐδεὶς [[ἐμποδών]] κεῑται [[νόμος]]», Ευριπ.)<br /><b>3.</b> με τρόπο οφθαλμοφανή, εμφανή, φανερό («Χαρίτων Ιερόν ἐμποδὼν ποιοῡνται», Αριστ.)<br /><b>4.</b> (για χρόνο) [[αμέσως]] («[[παραβάτης]] δὲ γενόμενος τῶν θεῶν ἐμποδὼν τελευτᾷ», Πολέμ.)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ποιοῡμαι [[ἐμποδών]]» — [[θεωρώ]] ως [[εμπόδιο]]<br />β) «ἐμποδὼν [[εἰμὶ]] τινί τινος» — [[εμποδίζω]] κάποιον από [[κάτι]]<br />γ) «ή ἐμποδὼν [[παιδεία]]» — η συνηθισμένη, η καθημερινή, η πρόχειρη, η επιπόλαια [[παιδεία]]<br /><b>6.</b> «οἱ μὴ [[ἐμποδών]]» — οι απόντες<br /><b>7.</b> (ενάρθρ. ως ουσ.) <i>το [[ἐμποδών]]<br />το [[εμπόδιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. [[εμποδών]] ερμηνεύτηκε [[είτε]] ως αναλογικός [[σχηματισμός]] [[κατά]] το αντίθετο του [[εκποδών]] [[είτε]] από τη [[φράση]] <i>εν ποδών</i> αρχαία [[χρήση]] της τοπικής γενικής]. | |mltxt=(Α [[ἐμποδών]])<br />(επίρρ. κατ' αναλογ. [[προς]] το [[ἐκποδών]])<br /><b>1.</b> [[μέσα]] στα πόδια, [[μπρος]] στα πόδια («κτείνειν [[πάντα]] τὸν ἐμποδὼν γινόμενον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> ως [[εμπόδιο]], με τρόπο που να δημιουργεί ή να παρουσιάζει εμπόδια («οὐδεὶς [[ἐμποδών]] κεῑται [[νόμος]]», Ευριπ.)<br /><b>3.</b> με τρόπο οφθαλμοφανή, εμφανή, φανερό («Χαρίτων Ιερόν ἐμποδὼν ποιοῡνται», Αριστ.)<br /><b>4.</b> (για χρόνο) [[αμέσως]] («[[παραβάτης]] δὲ γενόμενος τῶν θεῶν ἐμποδὼν τελευτᾷ», Πολέμ.)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ποιοῡμαι [[ἐμποδών]]» — [[θεωρώ]] ως [[εμπόδιο]]<br />β) «ἐμποδὼν [[εἰμὶ]] τινί τινος» — [[εμποδίζω]] κάποιον από [[κάτι]]<br />γ) «ή ἐμποδὼν [[παιδεία]]» — η συνηθισμένη, η καθημερινή, η πρόχειρη, η επιπόλαια [[παιδεία]]<br /><b>6.</b> «οἱ μὴ [[ἐμποδών]]» — οι απόντες<br /><b>7.</b> (ενάρθρ. ως ουσ.) <i>το [[ἐμποδών]]<br />το [[εμπόδιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. [[εμποδών]] ερμηνεύτηκε [[είτε]] ως αναλογικός [[σχηματισμός]] [[κατά]] το αντίθετο του [[εκποδών]] [[είτε]] από τη [[φράση]] <i>εν ποδών</i> αρχαία [[χρήση]] της τοπικής γενικής]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐμποδών:''' επίρρ., = <i>ἐν ποσὶν ὤν</i>, σχημ. κατά [[αναλογία]] προς το [[ἐκποδών]]·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που βρίσκεται [[μπροστά]] στα πόδια κάποιου, που είναι στο δρόμο του ή μέσα στα πόδια του, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που παρεμβάλλεται στο δρόμο κάποιου, δηλ. δημιουργεί [[εμπόδιο]], [[κώλυμα]], ἐμπ.[[εἶναι]], βρίσκομαι στη [[μέση]], σε Αισχύλ.· ἐμπ. [[εἶναι]] τῷ ποιεῖν, σε Ξεν.· ἐμπ. [[εἶναι]] ή <i>γίγνεσθαί τινι μὴ πράττειν</i>, [[εμποδίζω]] την [[ενέργεια]] κάποιου, σε Θουκ. κ.λπ.· <i>τὸἐμπ</i>., [[εμπόδιο]], [[κώλυμα]], [[παρακώλυση]], [[πρόσκομμα]], σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |