Anonymous

ἐνδατέομαι: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνδᾰτέομαι:'''<b class="num">1.</b> Αποθ., [[διαιρώ]], [[χωρίζω]], <i>δὶς τοὔνομ' ἐνδατούμενος</i>, αυτός που διαιρεί το όνομα του Πολυνείκη (σε [[πολύ]]και [[νεῖκος]]), σε Αισχύλ.· <i>ἐνδ. λόγους ὀνειδιστῆρας</i>, αυτός που διανέμει ή διασκορπίζει, εξαπολύει κατηγορίες ή μομφές, αυτός που δυσφημεί, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. του αντικ., και με αρνητική [[σημασία]], [[μέμφομαι]], [[κατηγορώ]], [[βρίζω]], βλασφημώ, ή με θετική [[σημασία]], [[εγκωμιάζω]], [[υμνώ]], [[επαινώ]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ἐνδᾰτέομαι:'''<b class="num">1.</b> Αποθ., [[διαιρώ]], [[χωρίζω]], <i>δὶς τοὔνομ' ἐνδατούμενος</i>, αυτός που διαιρεί το όνομα του Πολυνείκη (σε [[πολύ]]και [[νεῖκος]]), σε Αισχύλ.· <i>ἐνδ. λόγους ὀνειδιστῆρας</i>, αυτός που διανέμει ή διασκορπίζει, εξαπολύει κατηγορίες ή μομφές, αυτός που δυσφημεί, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. του αντικ., και με αρνητική [[σημασία]], [[μέμφομαι]], [[κατηγορώ]], [[βρίζω]], βλασφημώ, ή με θετική [[σημασία]], [[εγκωμιάζω]], [[υμνώ]], [[επαινώ]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνδᾰτέομαι:''' <b class="num">1)</b> med. делить, распределять: ἐ. λόγους ἐπονειδιστῆρας Eur. бросать упреки;<br /><b class="num">2)</b> med. перебирать (в песне), перечислять (τὰς εὐπαιδίας Plat.);<br /><b class="num">3)</b> med. досл. рвать на части, перен. проклинать (τὸ [[ὄνομα]] sc. Πολυνείκους Aesch.; τὸ [[δυσπάρευνον]] [[λέκτρον]] Soph.);<br /><b class="num">4)</b> pass. быть разбрасываемым: τὰ σὰ βέλεα θέλοιμ᾽ ἂν ἐνδατεῖσθαι Soph. я хотел бы, чтобы ты разослал свои стрелы (и защитил нас).
}}
}}