3,277,241
edits
(4) |
(2) |
||
Line 39: | Line 39: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐνθάδε:''' επίρρ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για [[τόπο]], προς τα [[εκεί]], εδώ, [[αυτού]], Λατ. [[illuc]], [[huc]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> σε Αττ. όπως το [[ἔνθα]], εδώ κι [[εκεί]], Λατ. [[hic]], σε Αριστοφ. κ.λπ.· οἱ [[ἐνθάδε]], οι ζωντανοί, αντίθ. προς το οἱ [[κάτω]], σε Σοφ.· επίσης, ο [[λαός]] μιας χώρας, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για περιστάσεις, σε αυτή την [[περίπτωση]] ή σε αυτήν την [[κατάσταση]], σε Ξεν.· ομοίως, <i>ἐνθάδ' ἥκων</i>, να έχει φτάσει, να έχει οδηγηθεί [[κάποιος]] σε αυτό ή σε τέτοιο [[σημείο]], σε Σοφ.· με γεν., [[ἐνθάδε]] τοῦ πάθους, σε αυτό το [[σημείο]] της συμφοράς μου, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για χρόνο, [[τώρα]], αυτή την [[στιγμή]], εδώ και [[τώρα]], στον ίδ., σε Ξεν. | |lsmtext='''ἐνθάδε:''' επίρρ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για [[τόπο]], προς τα [[εκεί]], εδώ, [[αυτού]], Λατ. [[illuc]], [[huc]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> σε Αττ. όπως το [[ἔνθα]], εδώ κι [[εκεί]], Λατ. [[hic]], σε Αριστοφ. κ.λπ.· οἱ [[ἐνθάδε]], οι ζωντανοί, αντίθ. προς το οἱ [[κάτω]], σε Σοφ.· επίσης, ο [[λαός]] μιας χώρας, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για περιστάσεις, σε αυτή την [[περίπτωση]] ή σε αυτήν την [[κατάσταση]], σε Ξεν.· ομοίως, <i>ἐνθάδ' ἥκων</i>, να έχει φτάσει, να έχει οδηγηθεί [[κάποιος]] σε αυτό ή σε τέτοιο [[σημείο]], σε Σοφ.· με γεν., [[ἐνθάδε]] τοῦ πάθους, σε αυτό το [[σημείο]] της συμφοράς μου, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για χρόνο, [[τώρα]], αυτή την [[στιγμή]], εδώ και [[τώρα]], στον ίδ., σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐνθάδε:''' adv.<br /><b class="num">1)</b> здесь, тут: οἱ ἐ. πλοῖ Soph. плавание в этих местах; ἐ. [[αὐτοῦ]] Soph., Eur., Arph. вот здесь (именно); τὰ ἐ. Thuc. здешние дела, (наше) внутреннее положение; οἱ ἐ. Soph. жители здешних мест Pind., Aesch., Soph., Plat. живущие, живые;<br /><b class="num">2)</b> сюда ([[ἐλθεῖν]] Thuc.): ἐ. ἥκων Soph. дойдя до этого;<br /><b class="num">3)</b> теперь, ныне: οὔτ᾽ ἐ. [[ὁρῶν]], οὔτ᾽ [[ὀπίσω]] Soph. не видя ни настоящего, ни прошлого; [[νῦν]] [[οὖν]] τις λεγέτω ἐ. Xen. пусть же теперь кто-л. скажет. | |||
}} | }} |