Anonymous

ἐπέξειμι: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπέξειμι:''' ([[εἶμι]] [[ibo]]), χρησιμ. ως Αττ. μέλ. του [[ἐπεξέρχομαι]]· παρατ. <i>-ῄειν</i>, Ιων. γʹ πληθ. <i>-ήϊσαν</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[εξέρχομαι]] [[εναντίον]] ενός εχθρού, με δοτ., σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[προχωρώ]] [[εναντίον]], εκδικούμαι κάποιον, σε Ηρόδ.· ως [[νομικός]] όρος, [[διώκω]] ποινικώς, [[μηνύω]], [[καταγγέλλω]], <i>τινι</i>, σε Δημ.· επίσης με αιτ. προσ., σε Ευρ., Δημ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[διέρχομαι]], [[διασταυρώνω]], [[εξετάζω]] [[λεπτομερώς]], με αιτ., σε Ηρόδ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[τελειώνω]], [[φέρνω]] εις [[πέρας]], [[εκτελώ]], <i>παρασκευάς</i>, <i>τιμωρίας</i>, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἐπέξειμι:''' ([[εἶμι]] [[ibo]]), χρησιμ. ως Αττ. μέλ. του [[ἐπεξέρχομαι]]· παρατ. <i>-ῄειν</i>, Ιων. γʹ πληθ. <i>-ήϊσαν</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[εξέρχομαι]] [[εναντίον]] ενός εχθρού, με δοτ., σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[προχωρώ]] [[εναντίον]], εκδικούμαι κάποιον, σε Ηρόδ.· ως [[νομικός]] όρος, [[διώκω]] ποινικώς, [[μηνύω]], [[καταγγέλλω]], <i>τινι</i>, σε Δημ.· επίσης με αιτ. προσ., σε Ευρ., Δημ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[διέρχομαι]], [[διασταυρώνω]], [[εξετάζω]] [[λεπτομερώς]], με αιτ., σε Ηρόδ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[τελειώνω]], [[φέρνω]] εις [[πέρας]], [[εκτελώ]], <i>παρασκευάς</i>, <i>τιμωρίας</i>, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπέξειμι:''' [[εἶμι]] (inf. praes. ἐπεξιέναι, fut. [[ἐπέξειμι]], impf. [[ἐπεξῄειν]], part. ἐπεξιών)<br /><b class="num">1)</b> выходить (наружу) (οὐκ [[ἐᾶν]] τὸ ἐνὸν θερμὸν ἐ. Arst.);<br /><b class="num">2)</b> (тж. ἐ. ἐς μάχην Thuc.) (против кого-л.) выходить, выступать, отправляться в поход (ἐ. τινί Thuc., Plut. или πρός τινα Xen.);<br /><b class="num">3)</b> продвигаться, проникать (ἐς τὸ εὐρύτερον τοῦ αὐχένος Her.);<br /><b class="num">4)</b> (тж. ἐ. τῇ δίκῃ Plat.) преследовать в судебном порядке, привлекать к судебной ответственности: ἐ. τινὰ φόνου Dem. или τινὶ ([[ὑπέρ]]) φόνου Plat. обвинять кого-л. в убийстве; ἐ. τῇ τοῦ τραύματος γραφῇ Aeschin. подать в суд за нанесение раны;<br /><b class="num">5)</b> карать, мстить: ἐ. τινί Plat. и τι Diod. карать за что-л.;<br /><b class="num">6)</b> (в речи) (тж. ἐ. τῷ λόγῳ Plat.) пробегать, перебирать, обозревать, рассматривать (σμικρὰ καὶ [[μεγάλα]] ἄστεα Her.; πάσας τὰς ἀμφισβητήσεις Plat.);<br /><b class="num">7)</b> проводить (в жизнь): τὰς τιμωρίας [[ἔτι]] μείζους ἐ. Thuc. установить еще большие наказания.
}}
}}