Anonymous

ἐπέξειμι: Difference between revisions

From LSJ
4
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπέξειμι]] (Α) [[έξειμι]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[επιδρομή]] [[εναντίον]] του εχθρού («ἐπεξιέναι καὶ μὴ περιορᾱν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ξεφεύγω]]<br /><b>3.</b> [[παίρνω]] [[εκδίκηση]]<br /><b>4.</b> [[κάνω]] [[μήνυση]] («[[ὅπως]] ἐπέξει τῷ μιαρῷ καὶ μὴ διαλύσει», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> εκδικούμαι, [[τιμωρώ]] («μὴ ἐπεξίῃ τῷ παθήματι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> επιτίθεμαι με [[ορμή]]<br /><b>7.</b> [[διαπερνώ]]<br /><b>8.</b> [[διηγούμαι]] με λεπτομέρειες<br /><b>9.</b> [[εκτελώ]] («ἐπεξιέναι τὰς τιμωρίας ἔτι μείζους», <b>Θουκ.</b>).
|mltxt=[[ἐπέξειμι]] (Α) [[έξειμι]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[επιδρομή]] [[εναντίον]] του εχθρού («ἐπεξιέναι καὶ μὴ περιορᾱν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ξεφεύγω]]<br /><b>3.</b> [[παίρνω]] [[εκδίκηση]]<br /><b>4.</b> [[κάνω]] [[μήνυση]] («[[ὅπως]] ἐπέξει τῷ μιαρῷ καὶ μὴ διαλύσει», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> εκδικούμαι, [[τιμωρώ]] («μὴ ἐπεξίῃ τῷ παθήματι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> επιτίθεμαι με [[ορμή]]<br /><b>7.</b> [[διαπερνώ]]<br /><b>8.</b> [[διηγούμαι]] με λεπτομέρειες<br /><b>9.</b> [[εκτελώ]] («ἐπεξιέναι τὰς τιμωρίας ἔτι μείζους», <b>Θουκ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπέξειμι:''' ([[εἶμι]] [[ibo]]), χρησιμ. ως Αττ. μέλ. του [[ἐπεξέρχομαι]]· παρατ. <i>-ῄειν</i>, Ιων. γʹ πληθ. <i>-ήϊσαν</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[εξέρχομαι]] [[εναντίον]] ενός εχθρού, με δοτ., σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[προχωρώ]] [[εναντίον]], εκδικούμαι κάποιον, σε Ηρόδ.· ως [[νομικός]] όρος, [[διώκω]] ποινικώς, [[μηνύω]], [[καταγγέλλω]], <i>τινι</i>, σε Δημ.· επίσης με αιτ. προσ., σε Ευρ., Δημ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[διέρχομαι]], [[διασταυρώνω]], [[εξετάζω]] [[λεπτομερώς]], με αιτ., σε Ηρόδ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[τελειώνω]], [[φέρνω]] εις [[πέρας]], [[εκτελώ]], <i>παρασκευάς</i>, <i>τιμωρίας</i>, σε Θουκ.
}}
}}