Anonymous

ἐπιστέλλω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιστέλλω:''' μέλ. <i>-στελῶ</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[στέλνω]] προς, [[στέλνω]] [[μήνυμα]], [[διαβιβάζω]] ως [[μήνυμα]], [[παραγγελία]], [[δίνω]] [[άγγελμα]] ή [[στέλνω]] [[παραγγελία]] με [[επιστολή]], σε Ηρόδ., Αττ.· απόλ., [[στέλνω]] [[αγγελία]], [[γράφω]], [[παραγγέλλω]], σε Ευρ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[παραγγέλλω]], [[διατάζω]], <i>τινί τι</i>, στον ίδ.· <i>τινά τι</i>, σε Ξεν.· επίσης, <i>ἐπ. τινὶ</i> ή <i>τινὰ ποιεῖν τι</i>, σε Σοφ., Ξεν.· ομοίως, στην Παθ., <i>ἐπέσταλτό οἱ..</i>., με απαρ., έλαβε διαταγές, διετάχθη να κάνει, σε Ηρόδ.· <i>ἐπέσταλταί τί τινι</i>, ένα [[ζήτημα]] έχει ανατεθεί σε κάποιον, σε Αισχύλ.· <i>τὰ ἐπεσταλμένα</i>, οι διαταγές που έχουν δοθεί, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[παραγγέλλω]] με [[διαθήκη]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐπιστέλλω:''' μέλ. <i>-στελῶ</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[στέλνω]] προς, [[στέλνω]] [[μήνυμα]], [[διαβιβάζω]] ως [[μήνυμα]], [[παραγγελία]], [[δίνω]] [[άγγελμα]] ή [[στέλνω]] [[παραγγελία]] με [[επιστολή]], σε Ηρόδ., Αττ.· απόλ., [[στέλνω]] [[αγγελία]], [[γράφω]], [[παραγγέλλω]], σε Ευρ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[παραγγέλλω]], [[διατάζω]], <i>τινί τι</i>, στον ίδ.· <i>τινά τι</i>, σε Ξεν.· επίσης, <i>ἐπ. τινὶ</i> ή <i>τινὰ ποιεῖν τι</i>, σε Σοφ., Ξεν.· ομοίως, στην Παθ., <i>ἐπέσταλτό οἱ..</i>., με απαρ., έλαβε διαταγές, διετάχθη να κάνει, σε Ηρόδ.· <i>ἐπέσταλταί τί τινι</i>, ένα [[ζήτημα]] έχει ανατεθεί σε κάποιον, σε Αισχύλ.· <i>τὰ ἐπεσταλμένα</i>, οι διαταγές που έχουν δοθεί, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[παραγγέλλω]] με [[διαθήκη]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιστέλλω:''' <b class="num">1)</b> посылать, отправлять (ἐπιστολάς τινι Dem.);<br /><b class="num">2)</b> уведомлять, сообщать (τι πρός τινα Xen., Plut.): τὰ ἐπισταλέντα Thuc. вести, известия; τὰ ἐπεσταλμένα Plut. послания, письма;<br /><b class="num">3)</b> предписывать, предлагать, велеть, поручать (τινί τι Her., Dem. и περί τινος Xen.): οὐδὲν ἔφη οἱ ἐπεστάλθαι [[ἄλλο]] ἢ ἀπαλλάσσεσθαι Her. он сказал, что ему приказано лишь вернуться; τὰ ἐπεσταλμένα Thuc., Dem. приказания, распоряжения;<br /><b class="num">4)</b> подбирать, закидывать ([[φᾶρος]] Anth.).
}}
}}