Anonymous

ἐπιτέρπομαι: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιτέρπομαι:''' Παθ., [[χαίρομαι]] ή [[αγαλλιάζω]], ευχαριστιέμαι, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.
|lsmtext='''ἐπιτέρπομαι:''' Παθ., [[χαίρομαι]] ή [[αγαλλιάζω]], ευχαριστιέμαι, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιτέρπομαι:''' (тж. ἐ. θυμόν HH) наслаждаться (τινι HH, Hes., Pind., Plut. и ποιεῖν τι Anth.): [[ἄλλος]] ἄλλοισιν ἀνὴρ ἐπιτέρπεται ἔργοις погов. Hom. у всякого свой вкус.
}}
}}