3,277,169
edits
(4) |
(2b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θάλᾰμος:''' ὁ, τα εσωτερικά δωμάτια ή η [[κρεβατοκάμαρα]]<br /><b class="num">I. 1.</b> γενικά, τα γυναικεία διαμερίσματα, το εσωτερικό [[τμήμα]] του σπιτιού, σε Όμηρ., Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[κάμαρα]] σε αυτό το [[τμήμα]] του σπιτιού· <b>α)</b> η [[κρεβατοκάμαρα]], σε Ομήρ. Ιλ.· η νυφική [[κάμαρα]], στο ίδ., Σοφ., κ.λπ. <b>β)</b> [[αποθήκη]], κελάρι, σε Ξεν. <b>γ)</b> γενικά, [[δωμάτιο]], [[κάμαρα]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφορ., ὁ [[παγκοίτας]] [[θάλαμος]], λέγεται για το ταφικό [[μνημείο]], σε Σοφ.· [[τυμβήρης]] [[θάλαμος]], λέγεται για την κιβωτό της Δαναής, στον ίδ.· <i>θάλαμοι ὑπὸ γῆς</i>, τα [[βασίλεια]] του Άδη, σε Αισχύλ.· [[θάλαμος]] Ἀμφιτρίτης, λέγεται για τη [[θάλασσα]], σε Σοφ.· <i>ἀρνῶν θάλαμοι</i>, οι μάνδρες τους ή οι στάνες τους, σε Ευρ., κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> το κατώτερο [[τμήμα]] του πλοίου, στο οποίο κάθονταν οι <i>θαλαμῖται</i>, το [[αμπάρι]]·<br /><b class="num">IV.</b> [[ναός]], [[μυστικό]] [[ιερό]], [[άδυτο]], σε Ανθ. Π. | |lsmtext='''θάλᾰμος:''' ὁ, τα εσωτερικά δωμάτια ή η [[κρεβατοκάμαρα]]<br /><b class="num">I. 1.</b> γενικά, τα γυναικεία διαμερίσματα, το εσωτερικό [[τμήμα]] του σπιτιού, σε Όμηρ., Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[κάμαρα]] σε αυτό το [[τμήμα]] του σπιτιού· <b>α)</b> η [[κρεβατοκάμαρα]], σε Ομήρ. Ιλ.· η νυφική [[κάμαρα]], στο ίδ., Σοφ., κ.λπ. <b>β)</b> [[αποθήκη]], κελάρι, σε Ξεν. <b>γ)</b> γενικά, [[δωμάτιο]], [[κάμαρα]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφορ., ὁ [[παγκοίτας]] [[θάλαμος]], λέγεται για το ταφικό [[μνημείο]], σε Σοφ.· [[τυμβήρης]] [[θάλαμος]], λέγεται για την κιβωτό της Δαναής, στον ίδ.· <i>θάλαμοι ὑπὸ γῆς</i>, τα [[βασίλεια]] του Άδη, σε Αισχύλ.· [[θάλαμος]] Ἀμφιτρίτης, λέγεται για τη [[θάλασσα]], σε Σοφ.· <i>ἀρνῶν θάλαμοι</i>, οι μάνδρες τους ή οι στάνες τους, σε Ευρ., κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> το κατώτερο [[τμήμα]] του πλοίου, στο οποίο κάθονταν οι <i>θαλαμῖται</i>, το [[αμπάρι]]·<br /><b class="num">IV.</b> [[ναός]], [[μυστικό]] [[ιερό]], [[άδυτο]], σε Ανθ. Π. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θάλᾰμος:''' (θᾰ) ὁ<br /><b class="num">1)</b> (отдельная) комната, (внутренний) покой: [[Τηλέμαχος]] ἐκ μεγάροιο βεβήκει κείων ἐς [[θάλαμον]] Hom. Телемах вышел из дома, отправившись лечь (спать) в (свою) комнату; ἀκόντια καὶ δοράτια ἐκ τῶν ἀνδρεώνων ἐς τοὺς θαλάμους ἐκκομίζειν Her. перенести дротики и копья из мужских (внешних) покоев во внутренние (женские);<br /><b class="num">2)</b> брачный покой Pind., Eur.;<br /><b class="num">3)</b> опочивальня, спальня ([[Ἑλένη]] ἐκ θαλάμοιο ἤλυθεν Hom.);<br /><b class="num">4)</b> (тж. πλούθου θ. Plut.) кладовая (θ., ἔνθ᾽ [[ἔσαν]] οἱ πέπλοι Hom.): θ., [[ὅθι]] νητὸς χρυσὸς καὶ χαλκὸς ἔκειτο, [[ἐσθής]] τ᾽ ἐν χηλοῖσιν Hom. кладовая, где лежали груды золота и меди, одежда в сундуках;<br /><b class="num">5)</b> дом, здание: [[θάλαμον]] γνωτούς τε λιττοῦσα Hom. оставив (родной) дом и братьев; οἱ βασιλικοὶ θάλαμοι Eur. царские чертоги, дворец;<br /><b class="num">6)</b> жилище, местопребывание: θάλαμοι ὑπὸ γῆς Aesch., θάλαμοι γᾶς или θάλαμοι Περσεφονείας Eur. подземное царство; [[μέγας]] θ. Ἀμφιτρίτας Soph. обширная обитель Амфитриты, т. е. море; θ. ἀρνῶν Eur. овчарня; ὁ κηροπαγὴς θ. Anth. восковая обитель, т. е. пчелиный улей Anth.; ὁ [[παγκοίτας]] θ. Soph. всеуспокаивающее жилище, т. е. могила;<br /><b class="num">7)</b> святилище (θ. ἐν τῷ νηῷ Luc.). | |||
}} | }} |