Anonymous

ἱματιοκλέπτης: Difference between revisions

From LSJ
2b
(17)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱματιοκλέπτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που κλέβει ιμάτια.
|mltxt=[[ἱματιοκλέπτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που κλέβει ιμάτια.
}}
{{elru
|elrutext='''ἱμᾰτιοκλέπτης:''' ου (ῑμ) ὁ вор, крадущий одежду Diog. L.
}}
}}