3,276,984
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἰξός:'''<b class="num">I.</b> [[ιξός]], γκυ, Λατ. [[viscum]], παρασιτικό [[φυτό]] που φυτρώνει [[κυρίως]] στη βελανιδιά, [[αλλά]] και σε άλλα δέντρα ([[μηλιά]], [[αχλαδιά]]), σε Αριστ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[κόλλα]] που παρασκευάζεται από τον καρπό του φυτού [[ιξός]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., <i>ἐκφυγὼν τὸν ἰξὸν τὸν ἐν [[πράγματι]]</i>, σε Λουκ. | |lsmtext='''ἰξός:'''<b class="num">I.</b> [[ιξός]], γκυ, Λατ. [[viscum]], παρασιτικό [[φυτό]] που φυτρώνει [[κυρίως]] στη βελανιδιά, [[αλλά]] και σε άλλα δέντρα ([[μηλιά]], [[αχλαδιά]]), σε Αριστ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[κόλλα]] που παρασκευάζεται από τον καρπό του φυτού [[ιξός]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., <i>ἐκφυγὼν τὸν ἰξὸν τὸν ἐν [[πράγματι]]</i>, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰξός:''' ὁ<b class="num">1)</b> бот. омела (Viscum [[album]], по друг. - Loranthus europaeus) Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> птичий клей (из ягод омелы): [[ὥσπερ]] πρὸς ἰξῷ τῇ κύλικι λελημμένος Eur. (Полифем), словно (птица) к клею, припавший к чаше;<br /><b class="num">3)</b> западня, ловушка (τὸν ἰξὸν ἐκφυγεῖν Luc.);<br /><b class="num">4)</b> скупец, скаред Arph.;<br /><b class="num">5)</b> варикозное вздутие вены (ἰξῶν μεγάλων [[ἀνάπλεως]] [[ἄμφω]] τὰ σκέλη γεγονώς Plut.). | |||
}} | }} |