3,270,811
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 16: | Line 16: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καίνῠμαι:''' γʹ ενικ. παρατ. <i>ἐκαίνῠτο</i>, παρακ. [[κέκασμαι]], Δωρ. [[κέκαδμαι]] (ως ενεστ.)· γʹ ενικ. υπερσ. [[ἐκέκαστο]] (ως παρατ.)· αποθ., [[υπερτερώ]], [[υπερέχω]], ἐκαίνυτο φῦλ' ἀνθρώπων [[νῆα]] κυβερνῆσαι, ξεπέρασε το είδος των ανθρώπων στην πηδαλιούχηση, σε Ομήρ. Οδ.· [[ἐγχείῃ]] δ' [[ἐκέκαστο]] Πανέλληνας, υπερείχε στην [[ρίψη]] του [[δόρατος]] [[ανάμεσα]] σ' όλους τους Έλληνες, στο ίδ.· ὁμηλικίην [[ἐκέκαστο]] [[γνῶναι]], τους ξεπέρασε όλους στην [[γνώση]], στο ίδ.· [[ιδίως]], σε μτχ., <i>δόλοισι κεκασμένε</i>, [[εξαιρετικός]], [[άριστος]] στην [[πανουργία]], στο ίδ.· <i>τέχνῃσι κεκασμένος</i>, σε Ησίοδ.· <i>φρουραῖς κέκασται</i>, είναι [[καλά]] εφοδιασμένος, σε Ευρ. | |lsmtext='''καίνῠμαι:''' γʹ ενικ. παρατ. <i>ἐκαίνῠτο</i>, παρακ. [[κέκασμαι]], Δωρ. [[κέκαδμαι]] (ως ενεστ.)· γʹ ενικ. υπερσ. [[ἐκέκαστο]] (ως παρατ.)· αποθ., [[υπερτερώ]], [[υπερέχω]], ἐκαίνυτο φῦλ' ἀνθρώπων [[νῆα]] κυβερνῆσαι, ξεπέρασε το είδος των ανθρώπων στην πηδαλιούχηση, σε Ομήρ. Οδ.· [[ἐγχείῃ]] δ' [[ἐκέκαστο]] Πανέλληνας, υπερείχε στην [[ρίψη]] του [[δόρατος]] [[ανάμεσα]] σ' όλους τους Έλληνες, στο ίδ.· ὁμηλικίην [[ἐκέκαστο]] [[γνῶναι]], τους ξεπέρασε όλους στην [[γνώση]], στο ίδ.· [[ιδίως]], σε μτχ., <i>δόλοισι κεκασμένε</i>, [[εξαιρετικός]], [[άριστος]] στην [[πανουργία]], στο ίδ.· <i>τέχνῃσι κεκασμένος</i>, σε Ησίοδ.· <i>φρουραῖς κέκασται</i>, είναι [[καλά]] εφοδιασμένος, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καίνῠμαι:''' (pf. [[κέκασμαι]], ppf. [[ἐκεκάσμην]])<br /><b class="num">1)</b> блистать, быть украшенным: [[ὦμος]] ἐλέφαντι [[κεκαδμένος]] Pind. плечо (Пелопа), украшенное (или сверкающее) слоновой костью;<br /><b class="num">2)</b> быть снабженным: τείχη φρουραῖς κέκασται Eur. стены защищены гарнизоном; εὖ κεκασμένον δορυ Aesch. хорошо вооруженное войско;<br /><b class="num">3)</b> перен. блистать, выдаваться, отличаться, превосходить (ἀρετῇσι κεκασμένος ἐν Δαναοῖσι Hom.): πανουργίαις κεκασμένον Arph. неистощимый в плутнях; κ. ἡλικίην ἔγχεΐ θ᾽ ἱπποσύνῃ τε Hom. превосходить сверстников в копьеметании и в конной езде; κ. τινα ὄρνιθας [[γνῶναι]] Hom. затмевать кого-л. искусством птицегадания. | |||
}} | }} |