Anonymous

καίριος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καίριος:''' -α, -ον και -ος, -ον (καιρὸς Β)·<br /><b class="num">I.</b> χρησιμοποιείται για [[τόπο]], αυτός που βρίσκεται στο κατάλληλο [[μέρος]], στον σωστό [[τόπο]], απ' όπου λέγεται για τα μέρη του σώματος, <i>ἐν καιρίῳ</i>, <i>κατὰ καίριον</i>, σε ζωτικό, καίριο [[σημείο]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης λέγεται για πληγές, τραύματα, <i>πέπληγμαι καιρίαν πληγήν</i>, καιρίας πληγῆς [[τυχεῖν]], σε Αισχύλ.· το <i>πληγὴ</i> κάποιες φορές παραλείπεται, σε Ηρόδ.· επίρρ. <i>-ίως</i>, θανάσιμα, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> χρησιμοποιείται για χρόνο, στον κατάλληλο χρόνο, [[έγκαιρος]], [[επίκαιρος]], ο εν ευθέτω χρόνω, σε Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.· <i>τὰ καίρια</i>, επίκαιρες περιστάσεις, ευκαιρίες, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που διαρκεί ένα συγκεκριμένο [[χρονικό]] [[διάστημα]], σε Ανθ.<br /><b class="num">3.</b> επίρρ. <i>-ρίως</i>, στον κατάλληλο χρόνο, εγκαίρως, σε Αισχύλ.· συγκρ. <i>-ωτέρως</i>, σε Ξεν.· ομοίως επίσης, <i>πρὸς τὸ καίριον</i>, σε Σοφ.
|lsmtext='''καίριος:''' -α, -ον και -ος, -ον (καιρὸς Β)·<br /><b class="num">I.</b> χρησιμοποιείται για [[τόπο]], αυτός που βρίσκεται στο κατάλληλο [[μέρος]], στον σωστό [[τόπο]], απ' όπου λέγεται για τα μέρη του σώματος, <i>ἐν καιρίῳ</i>, <i>κατὰ καίριον</i>, σε ζωτικό, καίριο [[σημείο]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης λέγεται για πληγές, τραύματα, <i>πέπληγμαι καιρίαν πληγήν</i>, καιρίας πληγῆς [[τυχεῖν]], σε Αισχύλ.· το <i>πληγὴ</i> κάποιες φορές παραλείπεται, σε Ηρόδ.· επίρρ. <i>-ίως</i>, θανάσιμα, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> χρησιμοποιείται για χρόνο, στον κατάλληλο χρόνο, [[έγκαιρος]], [[επίκαιρος]], ο εν ευθέτω χρόνω, σε Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.· <i>τὰ καίρια</i>, επίκαιρες περιστάσεις, ευκαιρίες, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που διαρκεί ένα συγκεκριμένο [[χρονικό]] [[διάστημα]], σε Ανθ.<br /><b class="num">3.</b> επίρρ. <i>-ρίως</i>, στον κατάλληλο χρόνο, εγκαίρως, σε Αισχύλ.· συγκρ. <i>-ωτέρως</i>, σε Ξεν.· ομοίως επίσης, <i>πρὸς τὸ καίριον</i>, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''καίριος:''' и<br /><b class="num">1)</b> своевременный, удобный, подходящий ([[σπουδή]] Soph.; [[βουλή]] Eur.; [[συμμετρία]] Plut.): φροντίζων εὕρισκε [[ταῦτα]] καιριώτατα εἶναι Her. поразмыслив, (Кир) нашел наиболее целесообразным (сделать) следующее; κ. ἦλθες Eur. ты приходишь кстати; καιρίαν ὁρῶ Ἰοκάστην Soph. а вот как раз идет Иокаста;<br /><b class="num">2)</b> жизненно важный (τόποι τοῦ σώματος Plut.);<br /><b class="num">3)</b> нанесенный в жизненно важный центр, т. е. смертельный ([[πληγή]] Hom., Arst., Plut.; σφαγαί Eur.; [[καταφορά]] Polyb.);<br /><b class="num">4)</b> преходящий, мимолетный ([[κάλλος]] τε καὶ [[ἔρως]] Anth.).
}}
}}