3,271,373
edits
(5) |
(3) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κόπτω:''' (από τη √<i>ΚΟΠ</i>)· μέλ. <i>κόψω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔκοψα</i>, παρακ. <i>κέκοφα</i>, Επικ. μτχ. [[κεκοπώς]] — Παθ., μέλ. <i>κεκόψομαι</i>, αόρ. βʹ [[ἐκόπην]], παρακ. [[κέκομμαι]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πλήττω]], [[χτυπώ]], κατατοτροπώνω, [[γκρεμίζω]], σε Ομήρ. Οδ.· κόψε μιν [[παρήιον]], τον χτύπησε στο [[πηγούνι]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[κατακόπτω]], [[αποκόπτω]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>κ. δένδρα</i>, [[κόβω]] δένδρα, σε Θουκ. κ.λπ.· <i>κ. τὴν χώραν</i>, [[κόβω]] τα δένδρα σ' αυτήν, την [[ερημώνω]], σε Ξεν. — Παθ., λέγεται για πλοία, καταστρέφομαι ή τσακίζομαι από τον εχθρό, σε Θουκ.· μεταφ., <i>φρενῶν κεκομμένος</i>, χτυπημένος στο [[μυαλό]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> [[σφυρηλατώ]], [[κατασκευάζω]] στο [[σιδηρουργείο]], σε Όμηρ.· [[κόβω]] [[νόμισμα]], [[κόβω]] [[μέταλλο]] στην [[πρέσα]], σε Ηρόδ. — Μέσ., [[βάζω]] και μου κόβουν νομίσματα, [[διατάζω]] νομισματοκοπή, στον ίδ. — Παθ., λέγεται για τα χρήματα, κόβομαι σε νομίσματα ή εντυπώνομαι σε [[μέταλλο]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">4.</b> [[χτυπώ]] την πόρτα, Λατ. pulsare, στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">5.</b> [[κόβω]] σε μικρά τεμάχια, [[κοπανίζω]], «[[λιανίζω]]» σε [[γουδί]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">6.</b> λέγεται για [[άλογο]], [[τραντάζω]] ή [[ρίχνω]] [[κάτω]] τον αναβάτη, σε Ξεν.<br /><b class="num">7.</b> μεταφ., καταπονούμαι, εξασθενούμαι, σε Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., <i>κόπτομαι</i>, [[χτυπώ]] το [[στήθος]] μου ή το [[κεφάλι]] μου από [[λύπη]], Λατ. plangere, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> <i>κόπτεσθαί τινα</i>, [[θρηνώ]] για κάποιον, Λατ. plangere aliqum, σε Ευρ. κ.λπ. | |lsmtext='''κόπτω:''' (από τη √<i>ΚΟΠ</i>)· μέλ. <i>κόψω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔκοψα</i>, παρακ. <i>κέκοφα</i>, Επικ. μτχ. [[κεκοπώς]] — Παθ., μέλ. <i>κεκόψομαι</i>, αόρ. βʹ [[ἐκόπην]], παρακ. [[κέκομμαι]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πλήττω]], [[χτυπώ]], κατατοτροπώνω, [[γκρεμίζω]], σε Ομήρ. Οδ.· κόψε μιν [[παρήιον]], τον χτύπησε στο [[πηγούνι]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[κατακόπτω]], [[αποκόπτω]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>κ. δένδρα</i>, [[κόβω]] δένδρα, σε Θουκ. κ.λπ.· <i>κ. τὴν χώραν</i>, [[κόβω]] τα δένδρα σ' αυτήν, την [[ερημώνω]], σε Ξεν. — Παθ., λέγεται για πλοία, καταστρέφομαι ή τσακίζομαι από τον εχθρό, σε Θουκ.· μεταφ., <i>φρενῶν κεκομμένος</i>, χτυπημένος στο [[μυαλό]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> [[σφυρηλατώ]], [[κατασκευάζω]] στο [[σιδηρουργείο]], σε Όμηρ.· [[κόβω]] [[νόμισμα]], [[κόβω]] [[μέταλλο]] στην [[πρέσα]], σε Ηρόδ. — Μέσ., [[βάζω]] και μου κόβουν νομίσματα, [[διατάζω]] νομισματοκοπή, στον ίδ. — Παθ., λέγεται για τα χρήματα, κόβομαι σε νομίσματα ή εντυπώνομαι σε [[μέταλλο]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">4.</b> [[χτυπώ]] την πόρτα, Λατ. pulsare, στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">5.</b> [[κόβω]] σε μικρά τεμάχια, [[κοπανίζω]], «[[λιανίζω]]» σε [[γουδί]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">6.</b> λέγεται για [[άλογο]], [[τραντάζω]] ή [[ρίχνω]] [[κάτω]] τον αναβάτη, σε Ξεν.<br /><b class="num">7.</b> μεταφ., καταπονούμαι, εξασθενούμαι, σε Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., <i>κόπτομαι</i>, [[χτυπώ]] το [[στήθος]] μου ή το [[κεφάλι]] μου από [[λύπη]], Λατ. plangere, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> <i>κόπτεσθαί τινα</i>, [[θρηνώ]] για κάποιον, Λατ. plangere aliqum, σε Ευρ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κόπτω:''' (fut. [[κόψω]]; эп. part. pf. 2 [[κεκοπώς]]; pass.: aor. 2 [[ἐκόπην]], pf. [[κέκομμαι]])<br /><b class="num">1)</b> ударять, бить (τινὰ ἀμφὶ [[κάρη]] [[χερσί]], τινὰ [[παρήϊον]] Hom.); med. бить себя (в отчаянии) (κ. κεφαλήν Her.; στένει, κέκοπται, sc. [[ἄστυ]] Σούσων Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> med. (с биением себя в грудь) горько оплакивать (τινα Arph., NT; ἐπί τινα и ἐπί τινι NT);<br /><b class="num">3)</b> толкать, по(д)гонять (τόξῳ, sc. ἵππους, τινὰ [[μετάφρενον]] ἠδὲ καὶ ὤμους Hom.);<br /><b class="num">4)</b> чеканить ([[νόμισμα]] Xen., Arst., Plut.);<br /><b class="num">5)</b> ковать (δεσμούς Hom.);<br /><b class="num">6)</b> стучать(ся) (τὴν θύραν Arph.);<br /><b class="num">7)</b> толочь, дробить, разбивать (τὰς πέτρας λίθοις Arst.; [[κόνις]] κοπτομένη Hes.);<br /><b class="num">8)</b> расшибать (τινὰς [[ὥστε]] σκύλακας [[ποτὶ]] γαίῃ Hom.);<br /><b class="num">9)</b> (о лошади) трясти, утомлять тряской (τὸν ἀναβάτην Xen.);<br /><b class="num">10)</b> ранить, разить, поражать (ῥήμασι καὶ κοπίσιν Anth.; med. τὰ μέτωπα μαχαίρῃσι Her.);<br /><b class="num">11)</b> (о змее) кусать (τινὰ κατὰ [[στῆθος]] Her.);<br /><b class="num">12)</b> бить клювом, клевать (ὁ [[κίρκος]] ἕλκη ποιεῖ κόπτων Arst.; ἀετοὶ κόπτουσι τὰ ὁμόφυλα καὶ φονεύουσι Plut.);<br /><b class="num">13)</b> (о рыбах) ловить ртом, клевать (κοπτόντων τῶν ἰχθυδίων Arst.);<br /><b class="num">14)</b> ловить добычу, охотиться (ὁ [[ἁλιάετος]] καὶ τὰ λιμναῖα κόπτει Arst.);<br /><b class="num">15)</b> убивать, умерщвлять (ἄνδρα Aesch.; ἱκτῆρας ξένους Eur.);<br /><b class="num">16)</b> убивать на мясо, зарезывать (ὗν Hom.; [[βοῦς]] καὶ ὄνους Xen.);<br /><b class="num">17)</b> отсекать, отрубать, срезывать (χεῖρας καὶ πόδας, κεφαλὴν ἀπὸ δειρῆς Hom.; κλάδους δένδρων NT; [[κύπερος]] κεκομμένος Her.);<br /><b class="num">18)</b> разорять, опустошать (χώραν Xen., Plut.);<br /><b class="num">19)</b> наносить пробоины, повреждать (τὰς [[ναῦς]] Plut.): φρενῶν κεκομμένος Aesch. безумный;<br /><b class="num">20)</b> мучить, донимать, утомлять (ἐρωτήμασιν ἀχαίροις Plut.);<br /><b class="num">21)</b> волновать ([[θάλασσα]] κοπτομένη πνοιαῖς, перен. τὸν [[ὕπνον]] ἁ φροντὶς κόπτοισα Theocr.). | |||
}} | }} |