3,277,301
edits
(5) |
(3) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λέχος:''' -εος, τό ([[λέγω]] Α)·<br /><b class="num">1.</b> [[ντιβάνι]], [[κρεβάτι]], [[στρώμα]], σε Όμηρ., κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> είδος νεκρικής κλίνης στην οποία εναπόθεταν τον νεκρό, [[νεκροκρέβατο]], [[νεκροφόρα]], [[τάφος]], [[μνήμα]], σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> νυφικό κεβάτι, και γενικά, συζυγική [[κλίνη]], [[γάμος]], σε Ομήρ. Οδ., Τραγ.· ομοίως στον πληθ., <i>τὰ νυμφικὰ λέχη</i>, σε Σοφ.· <i>γῆμαι μείζω λέχη</i>, [[πραγματοποιώ]] σπουδαίο γάμο (δηλ. παντρεύομαι [[γυναίκα]] ανώτερη από μένα κατά το [[γένος]] ή την οικονομική [[δύναμη]]), σε Ευρ., κ.λπ.· επίσης, <i>σὰλέχεα</i>, η σύζυγός [[σου]], στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> [[φωλιά]] πουλιών, σε Αισχύλ., Σοφ. | |lsmtext='''λέχος:''' -εος, τό ([[λέγω]] Α)·<br /><b class="num">1.</b> [[ντιβάνι]], [[κρεβάτι]], [[στρώμα]], σε Όμηρ., κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> είδος νεκρικής κλίνης στην οποία εναπόθεταν τον νεκρό, [[νεκροκρέβατο]], [[νεκροφόρα]], [[τάφος]], [[μνήμα]], σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> νυφικό κεβάτι, και γενικά, συζυγική [[κλίνη]], [[γάμος]], σε Ομήρ. Οδ., Τραγ.· ομοίως στον πληθ., <i>τὰ νυμφικὰ λέχη</i>, σε Σοφ.· <i>γῆμαι μείζω λέχη</i>, [[πραγματοποιώ]] σπουδαίο γάμο (δηλ. παντρεύομαι [[γυναίκα]] ανώτερη από μένα κατά το [[γένος]] ή την οικονομική [[δύναμη]]), σε Ευρ., κ.λπ.· επίσης, <i>σὰλέχεα</i>, η σύζυγός [[σου]], στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> [[φωλιά]] πουλιών, σε Αισχύλ., Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λέχος:''' εος τό [[λέγω]] I] тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> ложе, кровать, постель Hom., Aesch., Soph.;<br /><b class="num">2)</b> погребальное ложе, катафалк Hom.;<br /><b class="num">3)</b> брачное ложе: τὰ νυμφικὰ λέχη Soph. супружеский покой;<br /><b class="num">4)</b> брачный союз, брак: γῆμαι μείζω λέχη Eur. соединиться славным браком;<br /><b class="num">5)</b> любовная связь (κρύφιον λ. Soph.);<br /><b class="num">6)</b> pl. супруг(а): σὰ λέχεα Eur. твоя супруга;<br /><b class="num">7)</b> гнездо: κενῆς εὐνῆς λ. Soph. опустевшее гнездо (птицы). | |||
}} | }} |