3,277,286
edits
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μελεδαίνω:''' ([[μέλω]]),·<br /><b class="num">1.</b> [[φροντίζω]] για [[κάτι]], κάποιον, [[προβληματίζομαι]] για κάποιο [[ζήτημα]], με γεν., σε Θέογν., Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[περιποιούμαι]], [[ασχολούμαι]], σε Ηρόδ., Θεόκρ.<br /><b class="num">3.</b> με απαρ., <i>γῆμαι οὐ μελεδαίνει</i>, δεν ενδιαφέρεται να παντρευτεί, σε Θέογν. | |lsmtext='''μελεδαίνω:''' ([[μέλω]]),·<br /><b class="num">1.</b> [[φροντίζω]] για [[κάτι]], κάποιον, [[προβληματίζομαι]] για κάποιο [[ζήτημα]], με γεν., σε Θέογν., Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[περιποιούμαι]], [[ασχολούμαι]], σε Ηρόδ., Θεόκρ.<br /><b class="num">3.</b> με απαρ., <i>γῆμαι οὐ μελεδαίνει</i>, δεν ενδιαφέρεται να παντρευτεί, σε Θέογν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μελεδαίνω:''' ухаживать, окружать заботами (τοὺς νοσέοντας Her.): οὐ μ. τινά (τι) Theocr. не обращать внимания на кого(что)-л. | |||
}} | }} |