Anonymous

μελεδαίνω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μελεδαίνω:''' ([[μέλω]]),·<br /><b class="num">1.</b> [[φροντίζω]] για [[κάτι]], κάποιον, [[προβληματίζομαι]] για κάποιο [[ζήτημα]], με γεν., σε Θέογν., Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[περιποιούμαι]], [[ασχολούμαι]], σε Ηρόδ., Θεόκρ.<br /><b class="num">3.</b> με απαρ., <i>γῆμαι οὐ μελεδαίνει</i>, δεν ενδιαφέρεται να παντρευτεί, σε Θέογν.
|lsmtext='''μελεδαίνω:''' ([[μέλω]]),·<br /><b class="num">1.</b> [[φροντίζω]] για [[κάτι]], κάποιον, [[προβληματίζομαι]] για κάποιο [[ζήτημα]], με γεν., σε Θέογν., Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[περιποιούμαι]], [[ασχολούμαι]], σε Ηρόδ., Θεόκρ.<br /><b class="num">3.</b> με απαρ., <i>γῆμαι οὐ μελεδαίνει</i>, δεν ενδιαφέρεται να παντρευτεί, σε Θέογν.
}}
{{elru
|elrutext='''μελεδαίνω:''' ухаживать, окружать заботами (τοὺς νοσέοντας Her.): οὐ μ. τινά (τι) Theocr. не обращать внимания на кого(что)-л.
}}
}}