Anonymous

μετασχηματίζω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετασχημᾰτίζω:''' Αττ. -ιῶ,<br /><b class="num">I.</b> [[αλλάζω]] τη [[μορφή]], τον τύπο ενός προσώπου ή πράγματος, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[μεταβάλλω]] (ως προς το [[σχήμα]]), σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''μετασχημᾰτίζω:''' Αττ. -ιῶ,<br /><b class="num">I.</b> [[αλλάζω]] τη [[μορφή]], τον τύπο ενός προσώπου ή πράγματος, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[μεταβάλλω]] (ως προς το [[σχήμα]]), σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''μετασχημᾰτίζω:''' придавать другой вид, преображать, изменять Plat., Arst., Luc.; med. превращаться (εἰς ἄλλον ἐξ [[ἄλλου]] τόπον Plut.; εἴς τινα NT).
}}
}}