3,277,286
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀπάζω:''' παρατ. [[ὤπαζον]]· Επικ. μέλ. [[ὀπάσσω]]· αόρ. αʹ [[ὤπασα]], Επικ. επίσης [[ὄπασσα]] — Μέσ., Επικ. βʹ ενικ. μέλ. <i>ὀπάσσεαι</i>· αόρ. αʹ <i>ὠπασάμην</i>, Επικ. γʹ ενικ. <i>ὀπάσσατο</i>·<br /><b class="num">I.</b> μτβ. του [[ἕπομαι]], κάνω, [[προστάζω]] κάποιον να ακολουθήσει, [[στέλνω]] κάποιον μαζί με έναν [[άλλο]], [[παραχωρώ]] ως συνοδό ή ακόλουθο, [[ἐπεί]] ῥά οἱ [[ὤπασα]] πομπόν, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>πολὺν δέ μοι ὤπασε λαόν</i>, μου παραχώρησε πολλούς υπηκόους, με κατέστησε ηγεμόνα πολλών ανθρώπων, στο ίδ. — Μέσ., [[διατάζω]] κάποιον να ακολουθήσει κάποιον [[άλλο]], [[λαμβάνω]] ως συνοδό, σε Όμηρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> επίσης, λέγεται για πράγματα, [[κῦδος]] ὀπάζει, του προσφέρει [[δόξα]] να τον ακολουθεί, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, [[απλώς]], [[δίνω]], [[προσφέρω]], [[παρέχω]], σε Όμηρ., Πίνδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[παρέχω]] [[επιπλέον]], προσθέτω, ἔργῳ δ' [[ἔργον]] ὄπαζε, σε Ομηρ. Ύμν.· [[ἔργον]] πρὸς ἀσπίδι ὤπασεν, πρόσθεσε ένα [[έργο]] τέχνης στην [[επιφάνεια]] της ασπίδας, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> όπως το [[διώκω]], [[πιέζω]] [[στενά]], [[καταδιώκω]], [[κυνηγώ]], [[Ἕκτωρ]] ὤπαζε Ἀχαιούς, σε Ομήρ. Ιλ.· χαλεπὸν δέ σε [[γῆρας]] ὀπάζει, στο ίδ. — Παθ., [[χειμάρρους]] ὀπαζόμενος Διὸς ὄμβρῳ, [[χείμαρρος]] που ακολουθεί τη [[βροχή]], δηλ. [[ξέχειλος]] από τη [[βροχή]], στο ίδ. | |lsmtext='''ὀπάζω:''' παρατ. [[ὤπαζον]]· Επικ. μέλ. [[ὀπάσσω]]· αόρ. αʹ [[ὤπασα]], Επικ. επίσης [[ὄπασσα]] — Μέσ., Επικ. βʹ ενικ. μέλ. <i>ὀπάσσεαι</i>· αόρ. αʹ <i>ὠπασάμην</i>, Επικ. γʹ ενικ. <i>ὀπάσσατο</i>·<br /><b class="num">I.</b> μτβ. του [[ἕπομαι]], κάνω, [[προστάζω]] κάποιον να ακολουθήσει, [[στέλνω]] κάποιον μαζί με έναν [[άλλο]], [[παραχωρώ]] ως συνοδό ή ακόλουθο, [[ἐπεί]] ῥά οἱ [[ὤπασα]] πομπόν, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>πολὺν δέ μοι ὤπασε λαόν</i>, μου παραχώρησε πολλούς υπηκόους, με κατέστησε ηγεμόνα πολλών ανθρώπων, στο ίδ. — Μέσ., [[διατάζω]] κάποιον να ακολουθήσει κάποιον [[άλλο]], [[λαμβάνω]] ως συνοδό, σε Όμηρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> επίσης, λέγεται για πράγματα, [[κῦδος]] ὀπάζει, του προσφέρει [[δόξα]] να τον ακολουθεί, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, [[απλώς]], [[δίνω]], [[προσφέρω]], [[παρέχω]], σε Όμηρ., Πίνδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[παρέχω]] [[επιπλέον]], προσθέτω, ἔργῳ δ' [[ἔργον]] ὄπαζε, σε Ομηρ. Ύμν.· [[ἔργον]] πρὸς ἀσπίδι ὤπασεν, πρόσθεσε ένα [[έργο]] τέχνης στην [[επιφάνεια]] της ασπίδας, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> όπως το [[διώκω]], [[πιέζω]] [[στενά]], [[καταδιώκω]], [[κυνηγώ]], [[Ἕκτωρ]] ὤπαζε Ἀχαιούς, σε Ομήρ. Ιλ.· χαλεπὸν δέ σε [[γῆρας]] ὀπάζει, στο ίδ. — Παθ., [[χειμάρρους]] ὀπαζόμενος Διὸς ὄμβρῳ, [[χείμαρρος]] που ακολουθεί τη [[βροχή]], δηλ. [[ξέχειλος]] από τη [[βροχή]], στο ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀπάζω:''' (fut. ὀπάσω - эп. [[ὀπάσσω]], aor. [[ὤπασα]] - эп. [[ὄπασσα]])<br /><b class="num">1)</b> посылать в качестве спутника или проводника, давать в провожатые (τινά τινι πομπόν или πομπῆα или τινὰ [[ἅμα]] τινί ὀ. Hom.): πολὺν λαὸν ὀ. τινί Hom. поставить кого-л. во главе большого воинства; Νέστορος υἷας ὀπάσσατο Hom. (Одиссей) взял с собой сыновей Нестора;<br /><b class="num">2)</b> давать, доставлять, даровать, ниспосылать (κῦδός τινι, κτήματα, [[κάλλος]] Hom.; νίκην, ὄλβον Hes.): [[τέλος]] ἐσθλὸν ὀ. Hes. ниспосылать хороший конец; [[πῦρ]] [[ἐγώ]] [[σφιν]] [[ὤπασα]] Aesch. я (т. е. Прометей) доставил им огонь;<br /><b class="num">3)</b> придавать, прибавлять, добавлять: [[ἔργον]] ἔργῳ ὀ. HH делать одно дело за другим; [[ἔργον]] πρὸς ἀσπίδι ὀ. Aesch. покрывать щит художественной работой;<br /><b class="num">4)</b> прилагать, посвящать (μελέταν ἔργοις Pind.);<br /><b class="num">5)</b> преследовать по пятам, теснить (Ἀχαιούς, [[γῆρας]] ὀπάζει τινά Hom.): ποταμὸς ὀπαζόμενος ὄμβρῳ Hom. река, теснимая ливнем, т. е. вздувшаяся от ливней;<br /><b class="num">6)</b> изгонять (τινὰ ἀπὸ γᾶς Eur.). | |||
}} | }} |