3,277,180
edits
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολυπράγμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[πρᾶγμα]]), αυτός που ασχολείται με [[πολλά]] πράγματα, [[πολυάσχολος]]· [[κυρίως]] με αρνητική [[σημασία]], [[ανακατωσούρης]], Λατ. [[curiosus]], επίθ. που [[συχνά]] αποδίδεται στους ανήσυχους (δηλ. πολυπράγμονες) Αθηναίους, σε Αριστοφ. κ.λπ. | |lsmtext='''πολυπράγμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[πρᾶγμα]]), αυτός που ασχολείται με [[πολλά]] πράγματα, [[πολυάσχολος]]· [[κυρίως]] με αρνητική [[σημασία]], [[ανακατωσούρης]], Λατ. [[curiosus]], επίθ. που [[συχνά]] αποδίδεται στους ανήσυχους (δηλ. πολυπράγμονες) Αθηναίους, σε Αριστοφ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολυπράγμων:''' 2, gen. ονος<br /><b class="num">1)</b> хлопотливый, суетливый, всюду сующийся (π. καὶ [[θρασύς]] Lys.);<br /><b class="num">2)</b> падкий на новшества, беспокойный ([[ὄχλος]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> много исследующий, любознательный ([[Ἡρόδοτος]] ὁ π. Diod.). | |||
}} | }} |