Anonymous

πολυπράγμων: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολυπράγμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[πρᾶγμα]]), αυτός που ασχολείται με [[πολλά]] πράγματα, [[πολυάσχολος]]· [[κυρίως]] με αρνητική [[σημασία]], [[ανακατωσούρης]], Λατ. [[curiosus]], επίθ. που [[συχνά]] αποδίδεται στους ανήσυχους (δηλ. πολυπράγμονες) Αθηναίους, σε Αριστοφ. κ.λπ.
|lsmtext='''πολυπράγμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[πρᾶγμα]]), αυτός που ασχολείται με [[πολλά]] πράγματα, [[πολυάσχολος]]· [[κυρίως]] με αρνητική [[σημασία]], [[ανακατωσούρης]], Λατ. [[curiosus]], επίθ. που [[συχνά]] αποδίδεται στους ανήσυχους (δηλ. πολυπράγμονες) Αθηναίους, σε Αριστοφ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυπράγμων:''' 2, gen. ονος<br /><b class="num">1)</b> хлопотливый, суетливый, всюду сующийся (π. καὶ [[θρασύς]] Lys.);<br /><b class="num">2)</b> падкий на новшества, беспокойный ([[ὄχλος]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> много исследующий, любознательный ([[Ἡρόδοτος]] ὁ π. Diod.).
}}
}}