πολυπράγμων: Difference between revisions

6
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-όνος, ο, η, ΝΜΑ, και πολυπράγμονος Ν<br /><b>1.</b> αυτός που ασχολείται με [[πολλά]] πράγματα ταυτόχρονα, με πολλές υποθέσεις<br /><b>2.</b> αυτός που ασχολείται με θέματα που δεν τον αφορούν, που ανακατεύεται σε ξένες υποθέσεις<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο άκριτα [[περίεργος]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[προσεκτικός]] [[ερευνητής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πολυπραγμόνως]] Α<br />με [[πολυπραγμοσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πράγμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρᾶγμα]]), <b>πρβλ.</b> <i>μεγαλο</i>-<i>πράγμων</i>].
|mltxt=-όνος, ο, η, ΝΜΑ, και πολυπράγμονος Ν<br /><b>1.</b> αυτός που ασχολείται με [[πολλά]] πράγματα ταυτόχρονα, με πολλές υποθέσεις<br /><b>2.</b> αυτός που ασχολείται με θέματα που δεν τον αφορούν, που ανακατεύεται σε ξένες υποθέσεις<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο άκριτα [[περίεργος]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[προσεκτικός]] [[ερευνητής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πολυπραγμόνως]] Α<br />με [[πολυπραγμοσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πράγμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρᾶγμα]]), <b>πρβλ.</b> <i>μεγαλο</i>-<i>πράγμων</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολυπράγμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[πρᾶγμα]]), αυτός που ασχολείται με [[πολλά]] πράγματα, [[πολυάσχολος]]· [[κυρίως]] με αρνητική [[σημασία]], [[ανακατωσούρης]], Λατ. [[curiosus]], επίθ. που [[συχνά]] αποδίδεται στους ανήσυχους (δηλ. πολυπράγμονες) Αθηναίους, σε Αριστοφ. κ.λπ.
}}
}}