Anonymous

προκόπτω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προκόπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, Αττ. παρατ. [[προὔκοπτον]],<br /><b class="num">I.</b> [[αφαιρώ]] κόβοντας από [[μπροστά]], απ' όπου, [[προωθώ]] μια δουλειά — Παθ., προάγομαι, [[προχωρώ]], [[ακμάζω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με ουδ. επίθ., τὰ [[πολλά]] προκόψασ', έχω τα περισσότερα πράγματα έτοιμα, σε Ευρ.· <i>τίἂν προκόπτοις;</i> τί καλό ήθελες να λάβεις; στον ίδ.· οὐδὲν [[προὔκοπτον]], δεν έκαναν καμία πρόοδο, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. πράγμ., τοῦ ναυτικοῦ [[μέγα]] [[μέρος]] προκόψαντες, έχουν κάνει βελτιώσεις στο [[ναυτικό]] τους σε μεγάλο βαθμό, σε Θουκ.· [[ἡμῶν]] προκοπτόντων τῆς ἀρχῆς ἐκείνοις, εφόσον προωθούμε την [[επέκταση]] της αυτοκρατορίας τους, στον ίδ.· ἐπὶ [[πλεῖον]] [[προκόπτω]] ἀσεβείας, έχουν ξεπεράσει [[πολύ]] την [[ασέβεια]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">3.</b> απόλ., <i>ἡ νὺξ προέκοψεν</i>, η [[νύχτα]] προχώρησε προς το [[τέλος]] της, στο ίδ.· [[προκόπτω]] σοφίᾳ, [[προκόβω]] στη [[σοφία]], [[γίνομαι]] [[πολύ]] [[σοφός]], στο ίδ.
|lsmtext='''προκόπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, Αττ. παρατ. [[προὔκοπτον]],<br /><b class="num">I.</b> [[αφαιρώ]] κόβοντας από [[μπροστά]], απ' όπου, [[προωθώ]] μια δουλειά — Παθ., προάγομαι, [[προχωρώ]], [[ακμάζω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με ουδ. επίθ., τὰ [[πολλά]] προκόψασ', έχω τα περισσότερα πράγματα έτοιμα, σε Ευρ.· <i>τίἂν προκόπτοις;</i> τί καλό ήθελες να λάβεις; στον ίδ.· οὐδὲν [[προὔκοπτον]], δεν έκαναν καμία πρόοδο, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. πράγμ., τοῦ ναυτικοῦ [[μέγα]] [[μέρος]] προκόψαντες, έχουν κάνει βελτιώσεις στο [[ναυτικό]] τους σε μεγάλο βαθμό, σε Θουκ.· [[ἡμῶν]] προκοπτόντων τῆς ἀρχῆς ἐκείνοις, εφόσον προωθούμε την [[επέκταση]] της αυτοκρατορίας τους, στον ίδ.· ἐπὶ [[πλεῖον]] [[προκόπτω]] ἀσεβείας, έχουν ξεπεράσει [[πολύ]] την [[ασέβεια]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">3.</b> απόλ., <i>ἡ νὺξ προέκοψεν</i>, η [[νύχτα]] προχώρησε προς το [[τέλος]] της, στο ίδ.· [[προκόπτω]] σοφίᾳ, [[προκόβω]] στη [[σοφία]], [[γίνομαι]] [[πολύ]] [[σοφός]], στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''προκόπτω:''' (ион. тж. med.-pass.) идти вперед, продвигаться, преуспевать (ἐς τὸ [[πρόσω]] Her. и εἰς [[πρόσθεν]] Eur.; ἐν τοῖς μαθήμασιν Luc.; σοφίᾳ καὶ ἡλικίᾳ NT): [[ἀνωτέρω]] οὐδὲν τῶν πρηγμάτων προκοπτομένων Her. тогда как дело нисколько не продвигалось вперед; τί δ᾽ ἂν προκόπτοις; Eur. чего ты (этим) достигнешь?; τοῦ ναυτικοῦ [[μέγα]] [[μέρος]] π. Thuc. значительно усилить флот; π. τινὶ τῆς ἀρχῆς Thuc. способствовать усилению чьей-л. власти; π. τοῖς πλούτοις Diod. богатеть; τὸ φυτὸν προκόπτει Arst. растение произрастает; π. ἐπὶ τὸ [[χεῖρον]] NT погрязать во зле; ἡ νὺξ προέκοψεν NT ночь на исходе.
}}
}}