Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προκόπτω: Difference between revisions

From LSJ
6
(34)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, [[προκόβω]] και προκόφτω Ν [[κόπτω]] / [[κόβω]]]<br /><b>1.</b> [[προοδεύω]] (α. «έβαλε [[μυαλό]] και πρόκοψε» β. «προκόψομεν [[οὐδέν]]» — δεν θα προοδεύσουμε [[καθόλου]], Αλκ.)<br /><b>2.</b> αναπτύσσομαι ηθικά και πνευματικά (α. «πρόκοψε στα γράμματα» β. «προκόπτειν ἐν τοῑς μαθήμασι», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> [[ευημερώ]] (α. «πήγε στα [[ξένα]] και πρόκοψε» β. «προκόπτειν τοῑς πλούτοις», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[εργατικός]], [[δραστήριος]]<br /><b>2.</b> (για ζώα και φυτά) αναπτύσσομαι, έχω καλή [[απόδοση]] («πρόκοψε [[φέτος]] το [[χωράφι]] [ή το [[κοπάδι]]]»)<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) [[προκομμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) [[εργατικός]], [[νοικοκύρης]] («προκομμένο [[παιδί]] ο [[μικρός]]»)<br />β) <b>ειρων.</b> [[αχαΐρευτος]] («τά κατάφερε [[πάλι]] ο [[προκομμένος]] σου!»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κατά]] που πάμε, θα προκόψουμε» — με την [[τακτική]] που ακολουθούμε, θα καταστραφούμε<br />β) «μάς πρόκοψε» — δεν προσέφερε [[τίποτε]]<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> α) «πρόκοψε η ακαμάτα, όταν είδε την [[κομμάτα]]» — λέγεται για να δηλώσει ότι και ο [[τεμπέλης]] παριστάνει τον εργατικό όταν έλθει η ώρα της πληρωμής<br />β) «επρόκοψεν η [[νύφη]] μας το [[βράδυ]] του Σαββάτου» — λέγεται για αυτόν που, ενώ όλο τον καιρό παρέμενε [[αδρανής]], την τελευταία [[στιγμή]] δραστηριοποιήθηκε<br />γ) «[[προκομμένος]] σαν την [[κάτω]] [[πέτρα]] του μύλου» — λέγεται για πολύ οκνηρό άνθρωπο, για μεγάλο τεμπέλη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προχωρώ]] («προκεκοφότες [[τριάκοντα]] σταδίους», Χίων)<br /><b>2.</b> (για χρόνο) [[περνώ]], [[διέρχομαι]] («τῆς νυκτὸς προκοπτούσης», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>3.</b> (σχετικά με [[ηλικία]]) [[μεγαλώνω]] («ὁ μὲν προκέκοφεν, ὁ δὲ [[νέος]] ἐστίν», Ερμεί. Αλ.)<br /><b>4.</b> (για οδό ή λόγο) επιμηκύνομαι<br /><b>5.</b> ωφελούμαι, έχω [[κέρδος]] («τί δεῑ θρηνεῑν προκόπτουτ' οὐδὲν εὶς [[πρόσθεν]] κακῶν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> (για νόσο ή [[θεραπεία]]) εξελίσσομαι θετικά («προκοπτούσης τῆς θεραπείας», <b>Ηρόδ.</b> Ιατρ.)<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> <i>προκόπτομαι</i><br />προάγομαι («[[ἀνωτέρω]] [[οὐδέν]] τῶν πρηγμάτων προκοπτομένων», <b>Ηρόδ.</b>).
|mltxt=ΝΜΑ, [[προκόβω]] και προκόφτω Ν [[κόπτω]] / [[κόβω]]]<br /><b>1.</b> [[προοδεύω]] (α. «έβαλε [[μυαλό]] και πρόκοψε» β. «προκόψομεν [[οὐδέν]]» — δεν θα προοδεύσουμε [[καθόλου]], Αλκ.)<br /><b>2.</b> αναπτύσσομαι ηθικά και πνευματικά (α. «πρόκοψε στα γράμματα» β. «προκόπτειν ἐν τοῑς μαθήμασι», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> [[ευημερώ]] (α. «πήγε στα [[ξένα]] και πρόκοψε» β. «προκόπτειν τοῑς πλούτοις», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[εργατικός]], [[δραστήριος]]<br /><b>2.</b> (για ζώα και φυτά) αναπτύσσομαι, έχω καλή [[απόδοση]] («πρόκοψε [[φέτος]] το [[χωράφι]] [ή το [[κοπάδι]]]»)<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) [[προκομμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) [[εργατικός]], [[νοικοκύρης]] («προκομμένο [[παιδί]] ο [[μικρός]]»)<br />β) <b>ειρων.</b> [[αχαΐρευτος]] («τά κατάφερε [[πάλι]] ο [[προκομμένος]] σου!»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κατά]] που πάμε, θα προκόψουμε» — με την [[τακτική]] που ακολουθούμε, θα καταστραφούμε<br />β) «μάς πρόκοψε» — δεν προσέφερε [[τίποτε]]<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> α) «πρόκοψε η ακαμάτα, όταν είδε την [[κομμάτα]]» — λέγεται για να δηλώσει ότι και ο [[τεμπέλης]] παριστάνει τον εργατικό όταν έλθει η ώρα της πληρωμής<br />β) «επρόκοψεν η [[νύφη]] μας το [[βράδυ]] του Σαββάτου» — λέγεται για αυτόν που, ενώ όλο τον καιρό παρέμενε [[αδρανής]], την τελευταία [[στιγμή]] δραστηριοποιήθηκε<br />γ) «[[προκομμένος]] σαν την [[κάτω]] [[πέτρα]] του μύλου» — λέγεται για πολύ οκνηρό άνθρωπο, για μεγάλο τεμπέλη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προχωρώ]] («προκεκοφότες [[τριάκοντα]] σταδίους», Χίων)<br /><b>2.</b> (για χρόνο) [[περνώ]], [[διέρχομαι]] («τῆς νυκτὸς προκοπτούσης», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>3.</b> (σχετικά με [[ηλικία]]) [[μεγαλώνω]] («ὁ μὲν προκέκοφεν, ὁ δὲ [[νέος]] ἐστίν», Ερμεί. Αλ.)<br /><b>4.</b> (για οδό ή λόγο) επιμηκύνομαι<br /><b>5.</b> ωφελούμαι, έχω [[κέρδος]] («τί δεῑ θρηνεῑν προκόπτουτ' οὐδὲν εὶς [[πρόσθεν]] κακῶν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> (για νόσο ή [[θεραπεία]]) εξελίσσομαι θετικά («προκοπτούσης τῆς θεραπείας», <b>Ηρόδ.</b> Ιατρ.)<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> <i>προκόπτομαι</i><br />προάγομαι («[[ἀνωτέρω]] [[οὐδέν]] τῶν πρηγμάτων προκοπτομένων», <b>Ηρόδ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''προκόπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, Αττ. παρατ. [[προὔκοπτον]],<br /><b class="num">I.</b> [[αφαιρώ]] κόβοντας από [[μπροστά]], απ' όπου, [[προωθώ]] μια δουλειά — Παθ., προάγομαι, [[προχωρώ]], [[ακμάζω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με ουδ. επίθ., τὰ [[πολλά]] προκόψασ', έχω τα περισσότερα πράγματα έτοιμα, σε Ευρ.· <i>τίἂν προκόπτοις;</i> τί καλό ήθελες να λάβεις; στον ίδ.· οὐδὲν [[προὔκοπτον]], δεν έκαναν καμία πρόοδο, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. πράγμ., τοῦ ναυτικοῦ [[μέγα]] [[μέρος]] προκόψαντες, έχουν κάνει βελτιώσεις στο [[ναυτικό]] τους σε μεγάλο βαθμό, σε Θουκ.· [[ἡμῶν]] προκοπτόντων τῆς ἀρχῆς ἐκείνοις, εφόσον προωθούμε την [[επέκταση]] της αυτοκρατορίας τους, στον ίδ.· ἐπὶ [[πλεῖον]] [[προκόπτω]] ἀσεβείας, έχουν ξεπεράσει [[πολύ]] την [[ασέβεια]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">3.</b> απόλ., <i>ἡ νὺξ προέκοψεν</i>, η [[νύχτα]] προχώρησε προς το [[τέλος]] της, στο ίδ.· [[προκόπτω]] σοφίᾳ, [[προκόβω]] στη [[σοφία]], [[γίνομαι]] [[πολύ]] [[σοφός]], στο ίδ.
}}
}}