Anonymous

ῥοιβδέω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥοιβδέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[καταπίνω]], ρουφώ με θόρυβο, λέγεται για τη [[Χάρυβδη]], σε Ομήρ. Οδ.· πρβλ. [[ἀναρροιβδέω]].<br /><b class="num">II.</b> όπως το [[ῥοιζέω]], κινούμαι με θορυβώδη ήχο, κάνω [[κάτι]] να τρίζει, <i>ῥοιβδοῦσα κόλπον αἰγίδος</i>, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ῥοιβδέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[καταπίνω]], ρουφώ με θόρυβο, λέγεται για τη [[Χάρυβδη]], σε Ομήρ. Οδ.· πρβλ. [[ἀναρροιβδέω]].<br /><b class="num">II.</b> όπως το [[ῥοιζέω]], κινούμαι με θορυβώδη ήχο, κάνω [[κάτι]] να τρίζει, <i>ῥοιβδοῦσα κόλπον αἰγίδος</i>, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥοιβδέω:''' <b class="num">1)</b> с шумом втягивать в себя, шумно глотать: [[ὅτε]] ῥοιβδήσειεν (ἡ [[Χάρυβδις]]) Hom. (в тот час), когда Харибда с шумом глотает;<br /><b class="num">2)</b> с шумом (свистом) потрясать: ῥοιβδοῦσα κόλπον αἰγίδος Aesch. (в стремительном полете) шумя выпуклой эгидой.
}}
}}