Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σημαίνω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σημαίνω:''' μέλ. <i>σημᾰνῶ</i>, Ιων. <i>-ᾰνέω</i>· αόρ. αʹ [[ἐσήμηνα]] και <i>ἐσήμᾱνα</i> — Μέσ., αόρ. αʹ <i>ἐσημηνάμην</i>, <i>ἐσημάνθην</i>, παρακ. [[σεσήμασμαι]], επίσης γʹ ενικ. [[σεσήμανται]], απαρ. <i>σεσημάνθαι</i> ([[σῆμα]])·<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> [[δείχνω]] μέσω ενός σημείου, [[δηλώνω]], [[γνωστοποιώ]], [[φανερώνω]], [[καταδεικνύω]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[παρέχω]] [[σημεία]], κάνω σινιάλα, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[δίνω]] [[σύνθημα]], [[σημαίνω]] ή κάνω [[σινιάλο]] για να κάνει [[κάποιος]] [[κάτι]], σε Ομήρ. Ιλ.· με απαρ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· μὴσημήναντός [[σου]], [[χωρίς]] καμία [[διαταγή]] από σένα, σε Πλάτ.· με γεν., έχω την [[αρχηγία]], [[εξουσιάζω]], [[κυβερνώ]], [[διοικώ]], <i>τινός</i> ή [[ἐπί]] τισι, σε Όμηρ.· απόλ., [[δίνω]] διαταγές, [[διατάζω]], [[προστάζω]], στον ίδ.· σημαίνων = [[σημάντωρ]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> στον πόλεμο, [[δίνω]] το [[σήμα]] για την [[επίθεση]], σε Θουκ.· [[σημαίνω]] τῇ σάλπιγγι, σε Ξεν.· [[σημαίνω]] ἀναχώρησιν, [[δίνω]] το [[σήμα]] της αναχώρησης, σε Θουκ·. απρόσ., <i>σημαίνει</i> (ενν. ὁ [[σαλπιγκτής]]), το [[σήμα]] δόθηκε· <i>τοῖς Ἕλλησι ὡς ἐσήμηνε</i>, όταν δόθηκε το [[σήμα]] στους Έλληνες να επιτεθούν, σε Ηρόδ.· <i>ἐσήμαινε πάντα παραρτέεσθαι</i>, δόθηκε η [[διαταγή]] να είναι όλα έτοιμα, στον ίδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[δηλώνω]], [[καταδεικνύω]], [[ανακοινώνω]], [[κοινοποιώ]], σε Ευρ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[υποδηλώνω]], [[διερμηνεύω]], [[επεξηγώ]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.· απόλ., <i>σήμαινε</i>, πες, σε Σοφ.<br /><b class="num">IV.</b> = [[σφραγίζω]], [[αποτυπώνω]] κάποιο [[σημάδι]] ή χαρακτηριστικό [[γνώρισμα]], [[σημαδεύω]], [[σφραγίζω]], Λατ. obsignare, κατά κανόνα στη Μέσ., σε Ξεν. — Παθ., <i>εὖ σεσημάνθαι</i>, είμαι σφραγισμένος [[καλά]], σε Αριστοφ.· <i>τὰ σεσημασμένα</i>, αντίθ. προς το <i>ἀσήμαντα</i>, σε Δημ. <b>Β. I.</b> Μέσ. <i>σημαίνομαι</i>, όπως το [[τεκμαίρομαι]], [[εκλαμβάνω]] ως [[σημείο]], δηλ. [[συμπεραίνω]] μέσω σημείων, [[πιθανολογώ]], [[εικάζω]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[σημαδεύω]] για τον εαυτό μου, <i>σημαίνεσθαι βύβλῳ</i>, (ενν. <i>βοῦν</i>), δηλ. [[σημαδεύω]] ένα [[βόδι]] τυλίγοντας γύρω από το κέρατό του μια [[λωρίδα]] βύβλου (δέρματος), σε Ηρόδ.
|lsmtext='''σημαίνω:''' μέλ. <i>σημᾰνῶ</i>, Ιων. <i>-ᾰνέω</i>· αόρ. αʹ [[ἐσήμηνα]] και <i>ἐσήμᾱνα</i> — Μέσ., αόρ. αʹ <i>ἐσημηνάμην</i>, <i>ἐσημάνθην</i>, παρακ. [[σεσήμασμαι]], επίσης γʹ ενικ. [[σεσήμανται]], απαρ. <i>σεσημάνθαι</i> ([[σῆμα]])·<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> [[δείχνω]] μέσω ενός σημείου, [[δηλώνω]], [[γνωστοποιώ]], [[φανερώνω]], [[καταδεικνύω]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[παρέχω]] [[σημεία]], κάνω σινιάλα, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[δίνω]] [[σύνθημα]], [[σημαίνω]] ή κάνω [[σινιάλο]] για να κάνει [[κάποιος]] [[κάτι]], σε Ομήρ. Ιλ.· με απαρ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· μὴσημήναντός [[σου]], [[χωρίς]] καμία [[διαταγή]] από σένα, σε Πλάτ.· με γεν., έχω την [[αρχηγία]], [[εξουσιάζω]], [[κυβερνώ]], [[διοικώ]], <i>τινός</i> ή [[ἐπί]] τισι, σε Όμηρ.· απόλ., [[δίνω]] διαταγές, [[διατάζω]], [[προστάζω]], στον ίδ.· σημαίνων = [[σημάντωρ]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> στον πόλεμο, [[δίνω]] το [[σήμα]] για την [[επίθεση]], σε Θουκ.· [[σημαίνω]] τῇ σάλπιγγι, σε Ξεν.· [[σημαίνω]] ἀναχώρησιν, [[δίνω]] το [[σήμα]] της αναχώρησης, σε Θουκ·. απρόσ., <i>σημαίνει</i> (ενν. ὁ [[σαλπιγκτής]]), το [[σήμα]] δόθηκε· <i>τοῖς Ἕλλησι ὡς ἐσήμηνε</i>, όταν δόθηκε το [[σήμα]] στους Έλληνες να επιτεθούν, σε Ηρόδ.· <i>ἐσήμαινε πάντα παραρτέεσθαι</i>, δόθηκε η [[διαταγή]] να είναι όλα έτοιμα, στον ίδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[δηλώνω]], [[καταδεικνύω]], [[ανακοινώνω]], [[κοινοποιώ]], σε Ευρ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[υποδηλώνω]], [[διερμηνεύω]], [[επεξηγώ]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.· απόλ., <i>σήμαινε</i>, πες, σε Σοφ.<br /><b class="num">IV.</b> = [[σφραγίζω]], [[αποτυπώνω]] κάποιο [[σημάδι]] ή χαρακτηριστικό [[γνώρισμα]], [[σημαδεύω]], [[σφραγίζω]], Λατ. obsignare, κατά κανόνα στη Μέσ., σε Ξεν. — Παθ., <i>εὖ σεσημάνθαι</i>, είμαι σφραγισμένος [[καλά]], σε Αριστοφ.· <i>τὰ σεσημασμένα</i>, αντίθ. προς το <i>ἀσήμαντα</i>, σε Δημ. <b>Β. I.</b> Μέσ. <i>σημαίνομαι</i>, όπως το [[τεκμαίρομαι]], [[εκλαμβάνω]] ως [[σημείο]], δηλ. [[συμπεραίνω]] μέσω σημείων, [[πιθανολογώ]], [[εικάζω]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[σημαδεύω]] για τον εαυτό μου, <i>σημαίνεσθαι βύβλῳ</i>, (ενν. <i>βοῦν</i>), δηλ. [[σημαδεύω]] ένα [[βόδι]] τυλίγοντας γύρω από το κέρατό του μια [[λωρίδα]] βύβλου (δέρματος), σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''σημαίνω:''' дор. [[σαμαίνω|σᾱμαίνω]] (fut. σημᾰνῶ - эп.-ион. σημᾰνέω, aor. [[ἐσήμηνα]] - эп. σήμηνα, дор. ἐσήμᾱνα; pf. σεσήμαγκα; pass.: fut. σημανθήσομαι, aor. ἐσημάνθην, pf. [[σεσήμασμαι]] - inf. σεσημάνθαι, part. pf. σεσημασμένος; adj. verb. [[σημαντός]], [[σημαντέος]])<br /><b class="num">1)</b> обозначать, отмечать (τέρματα Hom.): σεμαίνεσθαι τοὺς εὐρωστοτάτους Polyb. отбирать себе самых крепких здоровьем;<br /><b class="num">2)</b> показывать, указывать (τινά τινι Her.; φωνὴ σημαίνουσα ὅ τι χρὴ ποιεῖν Xen.);<br /><b class="num">3)</b> обнаруживать, выявлять (τι περί τινος Plat.): [[τἄλλα]] δ᾽ αὐτὸ σημανεῖ Eur. остальное само собою обнаружится; σ. τὸ [[πολεμικόν]] Xen. давать сигнал к атаке;<br /><b class="num">4)</b> подавать сигнал, сигнализировать (καπνῷ Aesch.): [[φῶς]] σημαίνει τινί Aesch. подается световой сигнал кому-л.; ὡς ἐσήμηνε impers. Her. когда был подан сигнал;<br /><b class="num">5)</b> давать знамение (τινὶ ἐν τοῖς ἱεροῖς Xen.): ἐπὶ τοῖς μέλλουσι γενήσεσθαι σημῆναι Thuc. служить предзнаменованием того, что предстоит;<br /><b class="num">6)</b> обнаруживаться, следовать (ὡς σημαίνειν ἐκ τῶν εἰρημένων μοι δοκεῖ Plat.);<br /><b class="num">7)</b> указывать, приказывать, предписывать, велеть (τινὶ ποιεῖν τι Her., Xen., Trag.): μὴ σημήναντός [[σου]] Plat. без твоего приказания; σ. στρατοῦ Hom. командовать войском; σ. ἐπὶ δμωῇσι γυναιξίν Hom. распоряжаться служанками; ὁ δὲ σημαίνων ἐπέτελλεν Hom. он давал руководящие указания;<br /><b class="num">8)</b> сообщать, докладывать, объявлять (πάντα τινί Soph.): σ. τινὶ τὰ καταλαβόντα Her. докладывать кому-л. о происшедшем; [[ὥσπερ]] [[ἐσήμηνα]] Her. как я упомянул (выше);<br /><b class="num">9)</b> обозначать, значить ([[ταῦτα]] τὰ ὀνόματα [[σχεδόν]] τι ταὐτὸν σημαίνει Plat.): τὰ σημαίνοντα (sc. ὀνόματα) Plat. знаменательные слова; τὸ σημαινόμενον Arst. значение, смысл;<br /><b class="num">10)</b> преимущ. med. запечатывать: γράψας καὶ σημηνάμενος Xen. написав и запечатав, т. е. в запечатанном письме; τά τε σεσημασμένα καὶ τὰ ἀσήμαντα Plat. как опечатанные, так и неопечатанные вещи;<br /><b class="num">11)</b> med. заключать (на основании признаков), догадываться: τὰ μὲν σημαίνομαι, τὰ δ᾽ ἐκπέπληγμαι Soph. по одним признакам я догадываюсь, другими же я смущен.
}}
}}