Anonymous

σκάζω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκάζω:''' μόνο σε ενεστ. και παρατ.,<br /><b class="num">I.</b> [[κουτσαίνω]], [[χωλαίνω]], σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., [[σκάζω]] πρὸς τὴν θεραπείαν, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ὁ σκάζων</i>, επίσης [[χωλίαμβος]], ο [[ιαμβικός]] [[στίχος]] του Ιππώνακτος, που είναι [[ένας]] [[κανονικός]] [[εξάμετρος]] με έναν σπονδείο ή τροχαίο στον τελευταίο [[πόδα]], σε Ανθ.
|lsmtext='''σκάζω:''' μόνο σε ενεστ. και παρατ.,<br /><b class="num">I.</b> [[κουτσαίνω]], [[χωλαίνω]], σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., [[σκάζω]] πρὸς τὴν θεραπείαν, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ὁ σκάζων</i>, επίσης [[χωλίαμβος]], ο [[ιαμβικός]] [[στίχος]] του Ιππώνακτος, που είναι [[ένας]] [[κανονικός]] [[εξάμετρος]] με έναν σπονδείο ή τροχαίο στον τελευταίο [[πόδα]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''σκάζω:''' <b class="num">1)</b> хромать, ковылять Hom., Plut.: σ. πρὸς τὴν θεραπείαν Luc. ковыляя идти на работу;<br /><b class="num">2)</b> нетвердо держаться (на ногах), шататься ([[δόμος]] [[σκάζων]] Anth.);<br /><b class="num">3)</b> стих. хромать, быть неровным, неритмичным (σκάζοντα μέτρα Anth.).
}}
}}