Anonymous

στενοχωρέω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στενοχωρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[στριμώχνω]], [[πιέζω]] λόγω έλλειψης χώρου, σε Λουκ. — Παθ., [[συνωστίζομαι]]· μεταφ., στενοχωρούμαι, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''στενοχωρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[στριμώχνω]], [[πιέζω]] λόγω έλλειψης χώρου, σε Λουκ. — Παθ., [[συνωστίζομαι]]· μεταφ., στενοχωρούμαι, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''στενοχωρέω:''' теснить, жать (в давке) (τοὺς ἀπαντῶντας Luc.): τὸ στενοχωρούμενος [[πλῆθος]] Diod. стеснившаяся (напирающая) толпа, давка; [[ὅταν]] στενοχωρῶνται τὰ ὕδατα [[ἐντός]] Arst. когда внутри скопится вода; στενοχωρεῖσθαι τοῖς σπλάγχνοις NT обладать узкой душой, т. е. быть душевно глухим.
}}
}}