Anonymous

στόλος: Difference between revisions

From LSJ
1,828 bytes added ,  1 January 2019
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στόλος:''' ὁ ([[στέλλω]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[εφοδιασμός]], [[εξοπλισμός]] για πολεμικούς σκοπούς, [[εκστρατεία]] από [[ξηρά]] ή [[θάλασσα]], σε Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.· [[τεθριπποβάμων]] [[στόλος]], [[εφοδιοπομπή]] με [[τέθριππο]], με [[τέσσερις]] ίππους, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[οδοιπορία]] ή [[ταξίδι]], σε Σοφ. κ.λπ.· <i>ἰδίῳ στόλῳ</i>, ταξιδεύοντας με δική μου [[πρωτοβουλία]], αντίθ. προς το <i>δημοσίῳ</i> ή <i>κοινῷ στόλῳ</i>, (εκπροσωπώντας την πόλη), σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[σκοπός]] ή [[αιτία]] ενός ταξιδιού, [[αποστολή]], [[θέλημα]], [[υπηρεσία]] που έχει ανατεθεί σε κάποιον, σε Σοφ., Αριστοφ.<br /><b class="num">4.</b> [[οπλισμός]], [[εξοπλισμός]], [[στρατιά]] ή θαλάσσια [[δύναμη]], [[στόλος]], σε Αττ.· <i>οὐ πολλῷ στόλῳ</i>, δηλ. με ένα μόνον [[πλοίο]], σε Σοφ.· [[πρόπας]] [[στόλος]], όλος ο [[λαός]], στον ίδ.<br /><b class="num">5.</b> παγκρατίου [[στόλος]], περίφρ. αντί [[παγκράτιον]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ἔμβολον]], [[έμβολο]] πλοίου, στον ίδ., σε Αισχύλ.
|lsmtext='''στόλος:''' ὁ ([[στέλλω]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[εφοδιασμός]], [[εξοπλισμός]] για πολεμικούς σκοπούς, [[εκστρατεία]] από [[ξηρά]] ή [[θάλασσα]], σε Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.· [[τεθριπποβάμων]] [[στόλος]], [[εφοδιοπομπή]] με [[τέθριππο]], με [[τέσσερις]] ίππους, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[οδοιπορία]] ή [[ταξίδι]], σε Σοφ. κ.λπ.· <i>ἰδίῳ στόλῳ</i>, ταξιδεύοντας με δική μου [[πρωτοβουλία]], αντίθ. προς το <i>δημοσίῳ</i> ή <i>κοινῷ στόλῳ</i>, (εκπροσωπώντας την πόλη), σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[σκοπός]] ή [[αιτία]] ενός ταξιδιού, [[αποστολή]], [[θέλημα]], [[υπηρεσία]] που έχει ανατεθεί σε κάποιον, σε Σοφ., Αριστοφ.<br /><b class="num">4.</b> [[οπλισμός]], [[εξοπλισμός]], [[στρατιά]] ή θαλάσσια [[δύναμη]], [[στόλος]], σε Αττ.· <i>οὐ πολλῷ στόλῳ</i>, δηλ. με ένα μόνον [[πλοίο]], σε Σοφ.· [[πρόπας]] [[στόλος]], όλος ο [[λαός]], στον ίδ.<br /><b class="num">5.</b> παγκρατίου [[στόλος]], περίφρ. αντί [[παγκράτιον]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ἔμβολον]], [[έμβολο]] πλοίου, στον ίδ., σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''στόλος:''' ὁ<b class="num">1)</b> военная экспедиция, поход (κατὰ θάλασσαν Her.; Φρυγῶν ἐς αἶαν Eur.): ὁ πρὸς [[Ἴλιον]] σ. Soph. поход на Илион;<br /><b class="num">2)</b> путешествие, поездка (πλεῦσαι τὸν στόλον Soph.; [[εἴτε]] ἰδίῳ στόλῳ [[εἴτε]] δημοσίῳ [[χρᾶσθαι]] Her.): [[τεθριπποβάμων]] σ. Eur. езда на четырехконной колеснице; [[πάλιν]] τὸν στόλον ποιεῖσθαι Xen. совершать обратный путь; ὁ [[οἴκαδε]] σ. Soph. возвращение домой;<br /><b class="num">3)</b> путь, направление (τίνι στόλῳ προσέσχες τήνδε γῆν; Soph.);<br /><b class="num">4)</b> свита, сопровождение (σὺν πολλῷ στόλῳ Soph.);<br /><b class="num">5)</b> вооруженные силы, войско: στόλον στέλλειν Her. снаряжать войско;<br /><b class="num">6)</b> флот ([[νεῶν]] σ. Thuc.): σ. [[χιλιοναύτης]] Aesch. флот из тысячи кораблей;<br /><b class="num">7)</b> толпа, масса (παίδων, πρεσβυτίδων Aesch.): [[πρόπας]] σ. Soph. весь народ; λόγων σ. Emped. рой слов, т. е. речи; [[κωπήρης]] σ. Aesch. ряды весел;<br /><b class="num">8)</b> придаток, отросток ([[ὀμφαλώδης]] Arst.);<br /><b class="num">9)</b> стебель, стержень (κέρκου Arst.);<br /><b class="num">10)</b> ( = [[ἔμβολον]]) острый конец корабельного носа ([[χαλκήρης]] Aesch.).
}}
}}